Πήγε αργά, πολύ αργά. Όχι, ρε πούστη. Αφού η πόρτα είναι κλειστή πώς μπήκε στα ύπουλα πάλι η ησυχία. Λογαριάζει πως θα της ξεφύγω, να μη μείνω μόνος μου απόψε. Τώρα την έχω άσκημα, με καθυστέρησαν οι παίχτες που τόση ώρα παίζουν χαρτιά. Ας μην αρχίσω να πανικοβάλλομαι, μη με πιάσει τρόμος τώρα που και η σκέψη σίμωσε στον καφενέ. Με κοιτά μ’ αυτό το μειδίαμα και την ειρωνεία από το διπλανό τραπέζι. Θα προσπαθήσω να την κεράσω ένα κονιάκ μήπως και μεθύσει και την βγάλω έξω από το καφενείο, μακριά μου τουλάχιστον για ακόμα μία μέρα. Το κονιάκ εξαφανίστηκε και χίμηξε επάνω μου σαν λάγνα γυναίκα. Η πόρτα κόντεψε να σπάσει από τον χτύπο, άνοιξε βίαια και μπήκε μέσα το τώρα, το πριν και το αύριο. Θέλουν ν’ ακούσουν την απελπισία μου στο τραγούδι της αυγής.
Έξω απ’ την πορτάρα του αυλόγυρου, εκεί που έπεσε επέρσι ο φίλος μου ο Μιχάλης κ’ έσπασε δυο πλευρά, στέκεται αγέρωχη μια μεγάλη αμυγδαλιά! Αυτή η αμυγδαλιά είναι δικιά μας και την αγαπώ περισσότερο από τις άλλες. Δεν τη φυτέψαμε εμείς, ούτε κανένας πάππους μου, αλλά εγώ λέω με τους φίλους μου ότι είν’ δικιά μας, γιατί εκτός που ανθίζει και αυτή όπως οι άλλες αμυγδαλιές του κόσμου, εδώ έχουμε περάσει τέλεια!
Παλιά συναντιόμασταν όλοι μαζί κάτω από την αμυγδαλιά να πάμε σχολείο! Εγώ είχα πολλά νεύρα για το πρωινό ξύπνημα αλλά δεν έχει καμία σχέση. Και τώρα, που το δημοτικό στο χωριό μου έκλεισε από πρόπερσι, πάλι εδώ μαζευόμαστε και περιμένομε το ταξί να μας πάει Άγιο. Όταν έρχεται το ταξί, δεν έχει ξημερώσει ακόμα και έχω πιο πολλά νεύρα με το ξύπνημα!
Πάνω στον κορμό της έχει πολλά γραμμένα ονόματα. Έχω γράψει και εγώ το όνομά μου πάνω. Όταν ήμασταν μικροί, καταφέρναμε και σκαρφαλώναμε πάνω και βλέπαμε τα καράβια. Είχε και μια κουφάλα που βάζαμε μέσα απόρρητα σημειώματα, όπως τότε που συνεννοηθήκαμε με το Μιχάλη την δικαιολογία που αργήσαμε να πάμε σπίτια μας, παρόλο που είχανε ανάψει οι στύλοι της ΔΕΗ. Μια φορά έμπλασε ο Μιχάλης και τον πήρε ελικόπτερο για Αθήνα γιατί δεν υπήρχε γιατρός στο νοσοκομείο. Ο Μιχάλης ευτυχώς δεν είχε τίποτα αλλά ο Κυρ-Λευτέρης έκοψε τα χαμηλά κλαδιά της, για να μην ξανανέβομε. Βέβαια ήθελε και απόκλαδα για το τζάκι και βαριότανε να πάει στο Βούνιο. Στα πανηγύρια κάθομαι όλο το βράδυ εκεί, γιατί περνάνε και άλλα παιδιά και γινόμαστε φίλοι και παίζουμε όλο το βράδυ!