Τα ρεπό μου στην Ικαρία κατάντησαν λιγότερα κι από τις μικρές χαρές μου. Κι από αυτά όσα είναι, είναι μισακά. Όχι σε πανσέληνους, πανηγύρια και εκδηλώσεις αλλά σε μέρες που σε χωριά σαν το Μαγγανίτη μπορείς να συναντάς κόσμο ντόπιο, πρόσχαρο, που, νομίζοντας ότι είμαστε «ξένοι», θέλει να μας μιλά, να μας φιλεύει και να μας αγκαλιάζει. Σαν εκείνο το μεθυσμένο Μαγγανιώτη που καθίσαμε δίπλα του.
Μας κόζερε μισή ώρα. Πιανόταν από τα χείλη μας και έψαχνε την ευκαιρία. Και κει που συζητάγαμε για τα μπλόκια στο λιμανάκι (μας φανήκανε λιγότερα τα βράχια), έρχεται χωρίς να μας συστηθεί:
Κοινά είναι ο ήλιος, ο αέρας, ο άνεμος, η θάλασσα, οι ακτές, τα βουνά, τα τρεχούμενα νερά και τα ιαματικά νερά, οι σπόροι, ο ορυκτός πλούτος, τα δάση... Η ιδέα των κοινών είναι τόσο παλιά όσο είναι και ο άνθρωπος και απ’ αυτά εξαρτάται η ίδια η ζωή. Αυτά καλούνται οικολογικά ή φυσικά κοινά και δεν ανήκουν σε κάνεναν.
Είναι η 2η φορά που ξεκινώ πτήση μου με τη διαπίστωση ότι δεν υπήρξαμε ποτέ σοβαρή χώρα. Η πρώτη είχε αφορμή μια επίσκεψη στο εξωτερικό.
...πίνωντας τον καπουτσίνο μου (όχι, δεν είχα και στο χωριό μου!) στην αυλή του σπιτιού μας (ανήκει σε όλους μας), με τον βοριά και τον ήλιο κυρίαρχους στο παιχνίδι, με τις πασχαλιές να τους αντιστέκονται, με το νότιο αιγαίο να ασπρίζει...ανοίγω το βιβλίο του Κώστα Αξελού να διαβάσω τις σκέψεις του στοχαστή για την "μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας" (βρείτε το, διαβάστε το)..
Εκνευρίζομαι, εκνευρίζομαι πολύ με όλες τις διαφημίσεις για το internet.. Δηλαδή είναι δυνατόν κάποιος να βαριέται στις διακοπές; Και οκ, άντε και να δεχτώ ότι το Πάσχα βαριέται γιατί ίσως η παρέα του δεν κατέβητε στο Χωριό ή ίσως γιατί δεν του αρέσει η σούβλα ή τα κόκκινα αυγά, αλλά το καλοκαίρι γιατί;