Tι ήθελα να μάθω παραδοσιακούς χορούς; αναρωτιέμαι καθώς προσπαθώ να αποσυντονίσω τα χέρια από τα πόδια μου και να χορέψω τσιφτ από το Ικόνιο - που απαιτεί διαφορετικούς ρυθμούς κίνησης άνω και κάτω άκρων... Παρασκευή βράδυ, στην κλειστή αίθουσα του θεάτρου «Δόρας Στράτου» στου Φιλοπάππου και λίγες επαναλήψεις αργότερα, με τη βοήθεια των δύο δασκάλων μας, του Στάθη Καλογερόπουλου και της Μαίρης Kαραμήτσου, τα καταφέρνω. Απολαμβάνω τη μουσική, τα βήματα, τα ταιριάσματα. Σαν να είμαι σε ένα γλέντι - και ας μη ρέει το τσίπουρο. Ρίχνω ματιές δεξιά και αριστερά. Φαίνεται ότι το ίδιο συμβαίνει με τους συμμαθητές μου - νέους ανθρώπους στην πλειονότητά τους. Το καταλαβαίνω από το χαμόγελό τους. Να, λοιπόν, η πρώτη απάντηση στην απορία γιατί τα μαθήματα παραδοσιακών χορών γνωρίζουν μεγάλη άνθηση: περνάς καλά.
Γιατί; «Συμμετέχεις σε ένα μικρό πανηγύρι κάθε εβδομάδα και το περιμένεις πώς και πώς», σύμφωνα με τον Βασίλη, ο οποίος εργάζεται σε εταιρεία πληροφορικής. Ή, όπως μου είπε η Ελενα, ιδιωτική υπάλληλος και μητέρα τριών παιδιών: «Εχει την ομαδικότητα που λείπει από την καθημερινότητά μας. Για να βγει καλά ο χορός, πρέπει να συντονιστούμε όλοι μαζί». Στο ότι με το χορό ξεχνιέσαι συμφώνησαν οι περισσότεροι από τους «συμμαθητές». Η Λουίζα, προγραμματίστρια και web designer, που αυτή την περίοδο είναι άνεργη, η Κατερίνα, εμπορική αντιπρόσωπος, ο Αντώνης, μηχανικός υπολογιστών και λογισμικού και startuper σε μια εταιρεία στο χώρο της πληροφορικής (ο οποίος πολλές φορές καταφτάνει στο μάθημα λαχανιασμένος από τη δουλειά του), η Ελένη, δασκάλα δημοτικού, και η Αννα, ιδιωτική υπάλληλος.
«Παράλληλα, όμως, κάνεις κάτι για τον εαυτό σου, μαθαίνοντας μια σειρά πραγμάτων για τον πολιτισμό και την ιστορία», συμπληρώνει η τελευταία, που άρχισε μαθήματα μαζί με πέντε φίλους της, πριν από τρία χρόνια. Συνεχίζουν οι τρεις από αυτούς. Στο διάλειμμα πιάνω κουβέντα με τον Γιώργο, συνταξιούχο λογιστή που έρχεται στου Φιλοπάππου κάθε εβδομάδα με τη γυναίκα του, Γεωργία, από το Μεγάλο Πεύκο. «Πάντα χόρευα στα πανηγύρια, αλλά δεν ήξερα τα βήματα. Τώρα που πήρα σύνταξη και έχω χρόνο, δεν αφήνω ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία».
Οι περισσότεροι στην «τάξη» έχουν γίνει μια μεγάλη παρέα. Μετά το μάθημα, συχνά, συνεχίζουν κάπου αλλού. Κάποιες φορές, μάλιστα, οργανώνονται έξοδοι σε μαγαζιά που παίζουν παραδοσιακή μουσική. Αρκετά από τα παιδιά είχαν από πριν σχέση με το χώρο αυτό, όπως η Σπυριδούλα (είναι τραγουδίστρια), η Ελένη (ιδιωτική υπάλληλος, η οποία έπαιζε μαντολίνο σε κεφαλονίτικο σύλλογο) ή η Μαρία, που χορεύει εδώ και 27 χρόνια. Αλλοι ξεκίνησαν από την αρχή, όπως η Χριστίνα, η οποία θέλει να είναι έτοιμη για το γλέντι του γάμου - θα γίνει σύντομα κουμπάρα. Για κάποιους, πρόσθετο κίνητρο είναι το πτυχίο που παίρνουν έπειτα από τριετή φοίτηση, με το οποίο μπορούν να διδάξουν.
Φωτογραφία: Ολυμπία Ορνεράκη
Οπως και να έχει, και ανεξάρτητα από το κίνητρο του καθενός, η άνθηση των παραδοσιακών χορών, που ξεκίνησε γύρω στο 2000, φαίνεται να κορυφώνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του προέδρου του θεάτρου «Δόρας Στράτου» κ. Αλκη Ράφτη, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού της UNESCO, εκτιμάται ότι υπάρχουν 4.000 συγκροτήματα παραδοσιακού χορού στη χώρα μας και άλλα 1.000 στο εξωτερικό. Στο «Δόρας Στράτου», σήμερα, μαθήματα παρακολουθούν 700 άτομα σε 28 τμήματα - καθημερινά για ενηλίκους και τα Σαββατοκύριακα για παιδιά. Στο τέλος της χρονιάς, κάθε τμήμα δίνει μία παράσταση, εν είδει εξετάσεων, για να αποκτήσουν οι «μαθητές» και σκηνική εμπειρία, με αυθεντικές στολές από τις 2.000 που έχει συγκεντρώσει η Δόρα Στράτου από όλη την Ελλάδα και ζωντανά όργανα. Και μετά; «Πολλοί θέλουν να συνεχίσουν», λέει ο κ. Ράφτης. «Εχουμε γι’ αυτούς τμήματα συντήρησης. Υπάρχει μαθητής που έρχεται επί 12 χρόνια». Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, έχουν εκφράσει ενδιαφέρον και τουρίστες, που μαθαίνουν βασικούς ελληνικούς χορούς σε 3-4 συναντήσεις.
Φεύγω, όπως και κάθε Παρασκευή βράδυ, έπειτα από μιάμιση ώρα χορού, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Υστερα από πέντε μαθήματα, τα πόδια μου έχουν λυθεί, οι επαναλήψεις (7 χοροί από το προηγούμενο μάθημα συν το Παϊντούσκινο από τη Μακεδονία, homework για την επόμενη φορά) με βοηθούν να θυμάμαι τα βήματα. Η κούραση από μια δύσκολη εβδομάδα δουλειάς έμεινε κάπου ανάμεσα στον ικαριώτικο και τον πεντοζάλη, ενώ παράλληλα με το σώμα μου έχω γυμνάσει και το πνεύμα μου - πώς αλλιώς να θυμάμαι τα βήματα; Οσο για την αρχική μου αγανάκτηση που δεν κατάφερνα το τσιφτ, είχα πάρει την απάντηση από τον δάσκαλό μας, τον Στάθη, όταν μου εξήγησε πώς δίδαξε κωφαλάλους και παιδιά με βαρηκοΐα. «Εβαλα ωτοασπίδες και σιγά-σιγά βρήκα τον τρόπο. Με μικρά χτυπήματα σε μπάλες και στρώματα μπόρεσαν να νιώσουν τους κραδασμούς και το ρυθμό και τους δίδαξα σιγά-σιγά. Επρεπε να δεις τους ικαριώτικους και τους μπάλους που χορέψαμε στο τέλος της χρονιάς...».
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ για το Περιοδικό "Κ"