Έμοιαζε σαν να βγήκε από την γη. Άρπαξε τα κλαδιά και τα φύλλα μπροστά της και τα κόλλησε με δύναμη στο πρόσωπό της τρίβοντάς τα με μια φυλακισμένη ηδονή. Το δέρμα της κατάλευκο, σχεδόν διάφανο, το χάιδευαν λωρίδες αβυσσωδών μαλλιών. Έσκυψε… Θα ορκιζόμουν ότι ηρέμησε, όταν ξαφνικά το κορμί της άρχισε να συσπάται σπασμωδικά. Η ορμή που ξεκίνησε από το κέντρο του σώματός της, πέρασε από τα στήθη της στο λαιμό και τα μπράτσα της, καταλήγοντας στις παλάμες της που έσφιξαν με δύναμη το χώμα. Δύο ακτίνες ήλιου μέσα από τα δέντρα. Κοίταξα το χειμερινό δάσος και δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που είδα…
Άκουσα θόρυβο. Πετάχτηκε, τρέχοντας μανιασμένα, σπάζοντας κλαδιά με τα γυμνά της πόδια ενώ το λευκό γεμάτο χώματα φόρεμα άφηνε ίχνη της παρουσίας της πίσω από τα δέντρα. Άρχισα να τρέχω εκεί που είδα την τελευταία λωρίδα υφάσματος. Έτρεξα τόσο πολύ που τα πόδια μου πληγιάσανε. Σταμάτησα. Σιωπή… Η ανάσα μου… Το αεράκι μέσα από τα δέντρα… Ο ήχος από το ποτάμι πίσω μου… Ξαφνικά πετάχτηκε λίγα μέτρα μπροστά μου, σφίγγοντας το στομάχι μου απ’ το φόβο. Είδα το πρόσωπό της προφίλ καθώς ξεπρόβαλε πίσω από μια αρχαία βελανιδιά και δεν μπορούσα να το πιστέψω…. Χαμογελούσε! Ήχους ή γέλια δεν άκουγες, ήταν μια πρωτοφανής χαρά! Άρχισα να τρέχω ξωπίσω της χωρίς να γνωρίζω το γιατί. Ο φόβος που τόσο γρήγορα με κατέκλυσε, έδινε τώρα τη θέση του σε μια ανεξήγητη χαρά που με την σειρά της έδινε φτερά στα πόδια μου. Έτρεχα, πηδούσα και σερνόμουν σαν μικρό παιδί.
Ξάφνου μέσα στην ευφορία μου, άκουσα μια αντρική φωνή. Ελάττωσα ταχύτητα. Ψηλά στο λόφο μια φιγούρα με τα χέρια ψηλά. Ήταν ο αδερφός μου. Τον αναγνώρισα παρόλο που ο ήλιος πίσω του αποκάλυπτε απλά την σκιοφώτιστη σιλουέτα του. Προσπάθησα να αφουγκραστώ αυτό που μου φώναζε. Σταμάτησα την αναπνοή μου και στη δεύτερη ιαχή ο ήχος έφτασε στ’ αυτιά μου. Τα μάτια μου πάγωσαν. Έμεινα άφωνος και τα αυτιά μου βούιξαν. Έπεσα στα γόνατα. Δάκρυα και γέλιο αναμίχτηκαν σε έναν κλαυσίγελο ευφορίας. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο χώμα και ψέλλισα τη λέξη του…..
«Άνοιξη»!
Χρήστος Σωτηρόπουλος