Τρεις άνθρωποι που τα λατρεύουν περιγράφουν τι συμβαίνει εκεί και δίνουν τις δικές τους συμβουλές για να σου μείνουν αξέχαστα.
Στη λίστα του ikariamag.gr μπορείς να μετρήσεις 34 (!) πανηγύρια μόνο για τον μήνα Αύγουστο σε όλο το νησί. Πέρα, όμως, από την πληθώρα επιλογών, τα ξακουστά πανηγύρια της Ικαρίας διαθέτουν ιδιαιτερότητες που τραβούν ακόμα και τους λιγότερο μυημένους στη διονυσιακή τους ατμόσφαιρα σε πολύωρο γλέντι μέχρι τελικής πτώσης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αυτή η λαϊκή και εντελώς ρετρό μορφή διασκέδασης έχει αναχθεί σε ισχυρό πόλο έλξης για ένα κοινό μοντέρνο και «σημερινό». Τρεις άνθρωποι που τα λατρεύουν περιγράφουν τι συμβαίνει εκεί και δίνουν τις δικές τους συμβουλές για να σου μείνουν αξέχαστα.
Tι κάνει τα πανηγύρια στην Ικαρία τόσο ξεχωριστά ή γιατί, όποτε με πιάνουν οι μελαγχολίες του χειμώνα, βάζω ν' ακούσω στο YouTube τον τσαμούρικο από το βιολί του Νίκου Φάκαρου
Από τον δημοσιογράφο Γιώργο Νάστο.
Κάποιες από τις πιο ζωντανές πρόσφατες καλοκαιρινές αναμνήσεις* μου τις έχω από τις γιορτές στα χωριά της Ικαρίας. Τι γίνεται εκεί; Mόνο ό,τι συμβαίνει όποτε συντονίζεται η χαρά των ανθρώπων: μια υπέρβαση, δηλαδή, που αντιστέκεται στη φθορά και δεν μπορεί να υποκύψει στη βία του χρόνου. Η Ελλάδα του γλεντιού φοράει τα καλά της στα πανηγύρια του νησιού των μακροημερευόντων κατοίκων. Είναι η ξεγνοιασιά, είναι το κρασί, είναι τα νιάτα, είναι η μουσική, ωστόσο είναι και κάτι άλλο, πιο σημαντικό και βαθύ. Το είχα ψιλοκαταλάβει από την πρώτη φορά που πήγα, το συνειδητοποίησα όμως καθαρά πέρσι στη Λαγκάδα. Ακούγοντας τις αρχικές νότες από τον Ικαριώτικο, έτρεξα για να πιαστώ στον κύκλο του χορού, αλλά εξαιτίας της πολυκοσμίας μόνο μικρά βηματάκια, σαν της γκέισας, μπορούσα να κάνω. Έψαξα με το βλέμμα μου τους φίλους μου, δεν εντόπισα κανέναν τους και δεν με ένοιαζε. Μπλεγμένα χέρια και ώμοι, στηριζόμουν και στήριζα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Οι πιο πολλοί κοίταζαν από συνήθεια τα πόδια τους κι ας μην είχαν το περιθώριο να χορέψουν κανονικά. Αντί να σέρνουμε τον χορό, κουβαλούσαμε ο ένας τον άλλον. Και αυτό, για εκείνη την ώρα, το νιώθαμε αρκετό. Μας είχε, ούτως ή άλλως, παρασύρει η αίσθηση μιας κοινής φλέβας που χτυπούσε (κι ίσως χτυπάει πάντα) δυνατά μέσα μας, κάτι ανόθευτο που μας ένωνε και μας δονούσε, κάτι που το αδικεί οποιαδήποτε αναφορά σε new age ενέργειες και μυστηριακά πεδία. Αυτήν τη σύνδεση αποζητά όποιος επιλέγει την Ικαρία ξανά και ξανά, επειδή αγάπησε τα πανηγύρια της. Την επαφή με την αλήθεια του τόπου του και με τους άλλους. Να κάνει τον κύκλο του σκέτος και καθαρός – ποτέ όμως μόνος.
Μπλεγμένα χέρια και ώμοι, στηριζόμουν και στήριζα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Οι πιο πολλοί κοίταζαν από συνήθεια τα πόδια τους κι ας μην είχαν το περιθώριο να χορέψουν κανονικά. Αντί να σέρνουμε τον χορό, κουβαλούσαμε ο ένας τον άλλον. Και αυτό, για εκείνη την ώρα, το νιώθαμε αρκετό.
*Αμέτρητα ζευγάρια πέδιλα ή αθλητικά παπούτσια που πατούν με δύναμη στο χώμα και γεμίζουν τον αέρα σκόνη. Δάχτυλα που ξεκοκαλίζουν το (εγχώριο, όχι ελληνικό, ζήτω η Άντζελα) κατσικάκι στη λαδόκολλα και ταΐζουν τους αγαπημένους τους στο στόμα. Αμπελόφυλλα στα μαλλιά / κουπ ντολμαδάκι. Μεθυσμένες σέλφις με τον Αγγελάκα που ήθελε ο καημένος να χαλαρώσει λίγο μόνος του σε κάτι χωράφια, μακριά από το γλέντι, αλλά μια βόλτα για κατούρημα στους θάμνους αποκάλυψε την κρυψώνα του. Ανακοινώσεις από το μικρόφωνο της κομπανίας: «Δίδυμη Ιωάννα, η παρέα σου σε έχει χάσει και σε περιμένει δίπλα στους πάγκους με τα χαϊμαλιά». Πρόβες για τα βήματα του σωστού, του ορίτζιναλ Ικαριώτικου. Παραγγελιές για μπαϊντούσκα από περήφανους Θρακιώτες: «Κρητικά παίξατε για πολλή ώρα, εμάς τους Βόρειους καθόλου δεν μας τιμήσατε!». Τα πιο ωραία λαϊκά. Τσιτσάνης και Τούντας. Μάλαμας, (Θανάσης) Παπακωνσταντίνου και Ζερβουδάκης. Κρασί σε πλαστικό μπουκάλι που γυρίζει. Ένα ξημέρωμα στην Προεσπέρα που γίνεται κατάφωτο πρωινό, χωρίς καν να το καταλάβεις. Βαλσάκι για να πάρουμε όλοι ανάσα. Ταλαιπωρία, μποτιλιάρισμα, παρκάρισμα στο χείλος του γκρεμού, όλα αυτά που ξεχνιούνται ή αποσιωπώνται γιατί εν τέλει έχουν μικρή σημασία. Η διαπίστωση πως ο αστικός «αυτισμός» επιβιώνει παντού (κοινώς, η ατμόσφαιρα, παρότι διονυσιακή, είναι λιγότερο ερωτική απ' όσο θα περίμενε κανείς). Ο 91χρονος κ. Ρούλης ζητά να καθαρίσει η πίστα της Λαγκάδας για να χορέψει ένα τσιφτετέλι παρέα με τη Βένια. Το τρέκλισμα στο ανηφορικό μονοπάτι με ηχητική συνοδεία έναν ζαλισμένο μονόλογο με θέμα το νεφέλωμα. Παρέες που στριμώχνονται στην ίδια τάβλα. Ένας καβγάς έξω από το προαύλιο του σχολείου στις Καρυές («Όλοι ήθελαν να φύγουμε, σε κανέναν δεν άρεσε αυτό το πανηγύρι». - «Όχι. Φεύγουμε επειδή σ' εσένα δεν άρεσε»). Ο ήχος του βιολιού που σε καλεί, όπου κι αν έχεις αφήσει το αμάξι, να βρεις τον πιο σύντομο δρόμο για το γλέντι. «Θεός που την πολυχρονεί την αμπελοκουτσούρα / Που κάμνει το γλυκό κρασί και τα ξεχνάμε ούλα». Οι άκαρπες προσπάθειες να βρεθεί τραπέζι ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο στην Ακαμάτρα. Το διάλειμμα από το ξεφάντωμα στον Καραβόσταμο για ένα κρουασάν με σοκολάτα και μπανάνα. «Παιδιά, καλό το μπουζούκι, αλλά μέχρι να φτάσουμε στο επόμενο πανηγύρι να ακούσουμε και λίγη Φουρέιρα;».
Να σημειωθεί ότι το νησί είναι μεγάλο, αλλά δεν πειράζει αν δεν έχεις αυτοκίνητο, το οτοστόπ είναι διαδεδομένο. Η χωρητικότητα των αυτοκινήτων –όταν ξημερώνει στην Ικαρία– ξεπερνά τα 8 άτομα...
Ο Ικαριώτικος έχει δύσκολα βήματα, οπότε ζήτα από κάποιον που ξέρει να σου δείξει από πριν.
Από τον σκηνοθέτη Θανάση Τσιμπίνη
Ό,τι λένε για την Ικαρία είναι αλήθεια. Επιβεβαιώνω την υπέροχη ενέργεια. Από την πρώτη στιγμή νιώθεις χαλαρά και οικεία, κάτι που νομίζω ότι πηγάζει από τους μόνιμους κατοίκους και μεταδίδεται στους επισκέπτες. Όλοι μπορούν να γίνουν φίλοι σου, στο τραπέζι, στον χορό, στην επιστροφή, όταν θα σε μεταφέρουν ή θα κάνεις οτοστόπ. Δεν είχα ξαναπάει σε πανηγύρι πριν από την Ικαρία, αλλά δυσκολεύομαι να φανταστώ πως υπάρχει κάτι παρόμοιο. Όσο ήμουν εκεί, πήγαμε σε τρία. Υπάρχει ποικιλία στη σύνθεση του κόσμου, στην ενέργεια και στη μουσική. Σε κάποια έπαιζαν μόνο λαϊκά, ενώ αλλού μπορεί να άκουγες μέχρι ταγκό ή βαλς. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι μεγαλύτερος στα χωριά, όπου τα πανηγύρια είναι πιο οικογενειακά.
Αυτό που ξεχώρισα (και) εγώ είναι το πανηγύρι στη Λαγκάδα, τον Δεκαπενταύγουστο. Καλό είναι να ξεκινήσεις νωρίς, γιατί αρχίζει το μεσημέρι. Παρκάρεις στον χωματόδρομο και κατηφορίζεις με τα πόδια την πλαγιά – όλοι αυτό κάνουν. Η διαδρομή είναι υπέροχη. Θα βγεις στην κοιλάδα, όπου αν φτάσεις αργά, θα αντικρίσεις ήδη κάποιες χιλιάδες κόσμου κάτω από τα δέντρα. Στο κέντρο βρίσκονται όσοι χορεύουν, ενώ περιφερειακά, στα αμπέλια, όσοι πίνουν και τρώνε. Το κρασί και το φαγητό το μεταφέρεις σε λαδόκολλα – είναι αρκετά φτηνό, ειδικά αν έχεις μεγάλη παρέα. Όσο περνάει η ώρα, ο κόσμος που κατεβαίνει για χορό γίνεται περισσότερος. Μέσος όρος ηλικίας 25-30. Αν είσαι ψηλά στα αμπέλια, βλέπεις να έχουν σχηματιστεί δεκάδες «σαλιγκάρια». Άλλοι χορεύουν καλά, άλλοι προσπαθούν, αλλά κανείς δεν κρίνει. Κι αυτό είναι το ωραίο. Η ατμόσφαιρα θυμίζει περισσότερο συναυλία σε κάποιο φεστιβάλ και όχι πανηγύρι, όπως το έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας. Όταν παίζει ο γνωστός Ικαριώτικος, θα δεις όλο τον κόσμο να κατεβαίνει στο κέντρο. Επικρατεί πανικός και στο τέλος του χορού το χώμα έχει σηκωθεί παντού. Ο Ικαριώτικος έχει δύσκολα βήματα, οπότε ζήτα από κάποιον που ξέρει να σου δείξει την προηγούμενη μέρα. Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε μετά από αυτό, αλλά δεν είχε καμιά σημασία.
Θυμάμαι, κάποια στιγμή, πριν αγριέψει το γλέντι, τον κόσμο να σχηματίζει έναν κύκλο στο κέντρο. Μέσα σε αυτόν είδαμε έναν ηλικιωμένο κύριο, πάνω από 80. Μας είπαν ότι χορεύει κάθε χρόνο εκεί. Ξεκίνησε να κουνιέται στους ρυθμούς ενός τσιφτετελιού και σύντομα τον συνόδεψε και η εγγονή του. Όλοι τριγύρω χαμογελούσαν και χειροκροτούσαν. Ήταν χαριτωμένο και συγκινητικό ταυτόχρονα. Στο τέλος του χορού μάς ευχαρίστησε και μας έδωσε την υπόσχεση να μας δει και του χρόνου.
Ο ήχος του βιολιού που σε καλεί, όπου κι αν έχεις αφήσει το αμάξι, να βρεις τον πιο σύντομο δρόμο για το γλέντι...
Στα πανηγύρια της Ικαρίας οι άνθρωποι μονοιάζουν.
Από τον κοινωνικό λειτουργό-δημοσιογράφο Λάμπρο Αραπάκο
Όλα τα στερεότυπα και οι μνήμες που έχεις για τα πανηγύρια καταρρίπτονται στην Ικαρία. Τα πανηγύρια εδώ είναι μια μεγάλη γιορτή για όλους. Μόλις φτάσεις στο νησί και πας στο πρώτο πανηγύρι, θα ρωτάς επίμονα ποτέ είναι το επόμενο. Παρακαλάς να έχει κάθε μέρα και είσαι διατεθειμένος να διανύσεις χιλιόμετρα μέχρι την άλλη άκρη του νησιού για να χορέψεις τη «Συμπεθέρα» με ντόπιους και τουρίστες κάθε ηλικίας. Να σημειωθεί ότι το νησί είναι μεγάλο, αλλά δεν πειράζει αν δεν έχεις αυτοκίνητο, το οτοστόπ είναι διαδεδομένο. Η χωρητικότητα των αυτοκινήτων –όταν ξημερώνει στην Ικαρία– ξεπερνά τα 8 άτομα.
Οι εκπολιτιστικοί σύλλογοι των χωριών του νησιού διοργανώνουν τα πανηγύρια και οι γυναίκες μαγειρεύουν βραστό, ψητό, συκωτάκια, σαλάτες, ενώ το κρασί το ικαριώτικο ρέει άφθονο. Τα κέρδη από τα φαγητά των πανηγυριών πηγαίνουν για το καλό της κοινότητας, για παράδειγμα φτιάχνεται ένας δρόμος ή αγοράζεται ένας υπολογιστής ή βοηθιέται μια οικογένεια που αντιμετωπίζει οικονομικά ζητήματα.
Μας είχε, ούτως ή άλλως, παρασύρει η αίσθηση μιας κοινής φλέβας που χτυπούσε (κι ίσως χτυπάει πάντα) δυνατά μέσα μας, κάτι ανόθευτο που μας ένωνε και μας δονούσε, κάτι που το αδικεί οποιαδήποτε αναφορά σε new age ενέργειες και μυστηριακά πεδία...
Τι θυμάμαι πιο πολύ...
- Για να φτάσεις στο μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού, στη Λαγκάδα, θα χάσεις σίγουρα τον δρόμο. Θα βρίσεις από τα νευρά σου για τον χωματόδρομο και το πόσο θα περπατήσεις. Θα τα ξεχάσεις, όμως, όλα αυτά τα μικρά όταν αντικρίσεις την εικόνα των τριών χιλιάδων ατόμων να χορεύουν από το πρωί του Δεκαπενταύγουστου μέχρι το βράδυ. Οι άνθρωποι εδώ γνωρίζονται και ερωτεύονται στον κύκλο του χορού και ολοκληρώνουν την αγάπη τους πίσω από την εκκλησία, μέσα στα αμέτρητα αμπέλια, ενώ ο Διόνυσος γελάει από την τόση έκσταση που χαρίζει.
- Το υπέροχο κανταΐφι που σερβίρουν στο πανηγύρι στο Καραβόσταμο.
- Κανείς δεν σταματάει να χορεύει στα «βραδινά» πανηγύρια, αν δεν ξημερώσει.
- Όταν ο Ικαριώτικος τελειώνει, πρέπει να βρεις ταίρι για να χορέψεις βαλς:
Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά
σαν θα δείτε το πουλί μου
χαιρετίσματα πολλά...
Και κάτι για το τέλος: όταν το βιολί ξεκινάει, σε νοιάζει μόνο να μπεις στον κύκλο. Χορεύεις, μεθάς, γελάς, παίρνεις δύναμη απ' όλο αυτό το μόνοιασμα των ανθρώπων. Σαν να γεννιέσαι πάλι. Κάτι παραπάνω από ψυχική ανάταση.
Τα κέρδη από τα φαγητά των πανηγυριών πηγαίνουν για το καλό της κοινότητας, για παράδειγμα φτιάχνεται ένας δρόμος ή αγοράζεται ένας υπολογιστής ή βοηθιέται μια οικογένεια που αντιμετωπίζει οικονομικά ζητήματα...
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
lifo.gr