- Θα 'ρθεις να σου δείξω τις ελιές;
- Ε, 'α 'ρτω...
Όπως όλοι ξέρουμε, στην Ικαρία όταν λες «α 'ρτω» εννοείς από «ίσως έρθω» μέχρι «μωρέ δε μας παρατάς κι εσύ κι οι ελιές». Ο πατέρας μου, σαράντα χρόνια ναυτικός, θυμήθηκε μετά τη σύνταξη να κάνει τον αγρότη, περιστασιακά έστω. Κάθε καλοκαίρι λοιπόν που κατεβαίνω κάτω, αρχίζει να μουρμουράει για το πότε θα πάμε να δούμε τα χωράφια των παππούδων, των οποίων χωραφιών, αγνοώ φυσικά τις συντεταγμένες. Ξέρω ότι βρίσκονται κάπου στη Μεσαριά, σε περιοχές που φέρουν τοπωνύμια που δεν ανευρίσκονται στους χάρτες, καθώς αντιστοιχούν σε μια γεωγραφία μικροκλίμακας που μου είναι άγνωστη και απρόσιτη, όπως θα ήταν σε οποιονδήποτε δεν έχει μεγαλώσει εκεί.
Ούτε ο πατέρας μου βέβαια μεγάλωσε στην Ικαρία, καθώς ήδη προπολεμικά η οικογένεια είχε μεταναστεύσει, αλλά το δέσιμό του με τη γη και τον τόπο είναι σαφώς πιο ισχυρό. Παλεύει, λοιπόν, κάθε καλοκαίρι να με τραβήξει να ασχοληθώ πότε με τις ελιές και πότε με το αμπελάκι που φύτεψε κάποτε και το ρήμαξαν βέβαια τα αμολατά κατσίκια του γείτονα. Βέβαια, ο γείτονας τυγχάνει, εκ μητρός, δεύτερος ξάδελφος και ως εκ τούτου δεν κάνει να τον μαλώσουμε...
-...χώρια που είναι και ορφανό το κακόμοιρο, λέει η μάνα μου από την κουζίνα όπου φτιάχνει γεμιστά.
- Τι ορφανό ρε μάνα; Είκοσι τόσα χρόνια έχει πεθάνει ο θείος, πατημένα σαράντα είναι ο ξάδελφος, δε μπορεί να δέσει τα κατσίκια;
- Ε, άστο τώρα...
Άρα πάει καλιά του το αμπέλι και ξεμπλέξαμε προσώρας – τις ελιές όμως δεν τις έφταναν τα κατσίκια να τις αφανίσουν κι αυτές ,οπότε υπήρχε πρόβλημα. Κάθε χρόνο λοιπόν, έλεγα "α 'ρτω" και κάθε χρόνο έμπλεκα με κάτι πανηγύρια και κάτι εκδρομές και κάτι ξενύχτια και πέρναγαν οι μέρες και ξέμεναν οι ελιές για του χρόνου. Φέτος όμως ήταν κακοχρονιά, με θανάτους και πένθη και με λιγότερα πανηγύρια από άλλοτε, κι όπως περνάνε και τα χρόνια δε σηκώνει ο οργανισμός κάθε μέρα ξενύχτι, οπότε ένα πρωί που βρέθηκα άεργος τον έχωσα στο αμάξι και βουρ για την Ακαμάτρα.
Είχα σκεφτεί να πάρω μαζί μου GPS για να πάρω στίγμα και να μπορέσω να ξαναβρώ τα μέρη κάποτε, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Αντ’ αυτού πήρα τη φωτογραφική μηχανή ... ό,τι πιάσει η κάμερα. Πήγαμε πρώτα στο πατρικό του, ένα ερειπωμένο κτίσμα κοντά στο εκκλησάκι του Αη-Νικόλα. Είχα χρόνια να έρθω, από παιδί. Η σκεπή με τις πλάκες κρατούσε ακόμα, το σπίτι όμως μου φάνηκε τώρα απίστευτα μικρό. Το είχαν εγκαταλείψει βέβαια στα τέλη της δεκαετίας του ’30, δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ.
- Μα πώς ζούσατε εδώ; ρώτησα με ειλικρινή απορία. Δεν έχει ούτε νερό.
- Πώς δεν έχει; απορεί με τη σειρά του ο πατέρας μου, και μου δείχνει τη στέρνα που μισοκρύβουν οι βατακιές.
Έπειτα, αρχίζει να μου διηγείται πώς έρχονταν όλοι οι γειτόνοι να πάρουν νερό από κει, και πώς ο γιός της τάδε έπεσε μια μέρα μέσα και κόντεψε να πνιγεί – δεν ήξερε κολύμπι – και τον έσωσε η γιαγιά μου. Ασυναίσθητα γυρίζω τη μηχανή να τραβάει βίντεο και πατάω το play. Του γνέφω να συνεχίσει. Συνεχίζει περιγράφοντας τα δέντρα που είχε το περιβόλι: εδώ η δρυς που έκοψε ο θείος ο Χριστόδουλος και την έκανε κάρβουνα, εδώ οι δυο λεμονιές (η μία υπάρχει ακόμα), εδώ η ροδιά. Ύστερα λέει για το πώς χωρούσαν όλοι στο μικροσκοπικό σπίτι, πού μαγείρευαν και πού κοιμούνταν, μου λέει για το δημοτικό σχολείο με τα εβδομήντα παιδιά που πήγαινε (τώρα έχει κλείσει πια) και για το τι έκανε μόλις έμαθε την αλφαβήτα.
- Τι έκανες;
- Έγραψα το όνομά μου στον τοίχο, εδώ από πίσω. Τα αρχικά. Δε θα φαίνεται πια, πρέπει να ήταν το 1931.
Πηγαίνω στον πίσω τοίχο, ενώ ο πατέρας μου περιγράφει πώς άπλωναν στις πλάκες της σκεπής τα σύκα για να ξεραθούν στον ήλιο κι ύστερα τα γέμιζαν μ' ένα αμύγδαλο και τα έψηναν στο φούρνο, γλύκισμα για το χειμώνα. Αλλά δεν τον ακούω, γιατί πίσω από τα ξεφτισμένα στρώματα του ασβέστη, βλέπω αχνά τα γράμματα που εκείνος φανταζόταν ότι δε θα υπάρχουν πια, βλέπω ένα παιδί 5-6 χρονών προπολεμικά, που μαθαίνει την αλφαβήτα. Τώρα έχει φτάσει αισίως τα ογδονταπέντε και κάνει σχέδια για το μέλλον – αν φυτέψουμε τώρα αυτό σε λίγα χρόνια θα βγάλει καρπό κι αν μπολιάσουμε τη νερατζιά, τότε θα...
Σηκώνω αργά τη μηχανή και φωτογραφίζω τα μισοσβησμένα γράμματα. Στ’ αυτιά μου η φωνή του μπερδεύεται με τις φωνές των εβδομήντα συμμαθητών, κι ακόμα με το κελάρυσμα του νερού που στάζει αργά γεμίζοντας τη στέρνα πίσω απ’ τα βάτα.
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com