Η συνάντηση

Άρωμα καριωτίνας γιαγιάς.

Η αδερφή μου, μου τσιμπάει το πόδι για να το απομακρύνω από το δικό της. Ιδρώνει λέει αλλά έτσι στριμωγμένες που είμαστε μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του μπαμπά και με την ζεστή αυτή του Αυγούστου δεν μπορώ να κάνω και πολλά…Δεν με νοιάζει και πολύ η γκρίνια της γιατί δυο στροφές ακόμα και… να το! Το χωριό! Λίγα μέτρα ακόμα και να την…όπως πάντα! Εκεί στην κορυφή της σκάλας χαμογελαστή, δυνατή, γεμάτη λαχτάρα να μας σφίξει επάνω της.

Η γιαγιά, όπως και κάθε Καριωτινα γιαγιά, έχει αυτήν την μυρωδιά που δεν βρίσκεις ποτέ τις λέξεις για να περιγράψεις…όμως είναι γνωστή σε όλους μας. Το πράσινο σαπούνι ,το θυμάρι, το ξύλο είναι λίγα απ τα συστατικά αυτού του αρώματος που λέγεται «γιαγιά».

Η ποδιά της έχει ακόμα αλεύρι γιατί πάντα φροντίζει το ψωμί που θα φάμε να είναι δικό της, από τα χεράκια της. Βγάζει το μπουκάλι της coca-cola από το ψυγείο και γεμίζει τα ποτήρια μας δροσερό νερό και όπως πάντα ακολουθεί και το κουτάλι με την βανίλια. Αμέσως θα ρωτήσει τα νέα μας λες και είμαστε το γράμμα που πάντα περίμενε και θα της λέει τι γίνεται πιο πέρα από το χωριό. Αυτά που το τηλέφωνο δεν μπορεί να της πει γιατί «γράφει» αλλά και αυτή η ασπρόμαυρη τηλεόραση της έχει κλέψει τόσο χρώμα. Όταν φύγει πια ο μπαμπάς στα μικρά «καλά της» φλιτζανάκια θα στάξει λίγο ελληνικό καφέ και αφού μας κεράσει θα δει εκεί μέσα όσα κατάφερε να «ψαρέψει» από εμάς τόση ώρα και που εμείς δεν το καταλαβαίναμε γιατί βιαζόμασταν να ξεκινήσει το παιχνίδι: «Το Σ κοιτάζει την Μαρία, ο μπαμπάς τελικά θα μας πάρει σκύλο και σε 2 μέρες από τώρα θα έρθουν και τα υπόλοιπα ξαδέρφια!»  Τι χαρά!!!

-Μα που φαίνονται όλα αυτά, βρε γιαγιά; Πόσα ξέρεις;

Και  η αυλή σε δυο μέρες γεμίζει και από άλλα εγγόνια.. Οχτώ είμαστε τώρα! Και τα οχτώ ίσα στα μάτια της…κανένα δεν ξεχωρίζει. Είναι δίκαιη και η αγκαλιά της μεγάλη. Μόνο δίνει. Τίποτα δεν μας ζητάει. Σε μια μεγάλη λεκάνη εκεί στην αυλή κόβει τις πατάτες που θα τηγανίσει και μας καμαρώνει.. Τα μάτια της γελάνε. Και εγώ γελάω γιατί είσαι εκεί! Είσαι εσύ!

Τα χρόνια πέρασαν. Εγώ μεγάλωσα. Εσύ έφυγες. Η αυλή άδειασε.

Εγώ όμως γιαγιά πάντα θα κοιτάζω στην κορυφή της σκάλας. Υπάρχουν φορές που νομίζω πως σε βλέπω. Καμία φορά νομίζω πως σε κοιτάει και ο γιος μου κι ας μην σε ξέρει. Είναι μικρός ακόμα αλλά ίσως να μπορεί να ξεχωρίσει εκείνη την γυναίκα που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα στέκεται εκεί και θα μου χαμογελάει με τα χέρια ανοιχτά.

Ίσως και εκείνος να καταλαβαίνει πως αυτή η μυρωδιά έρχεται από το πιο ψηλό σκαλοπάτι…γιατί ακόμα μυρίζει γιαγιά!

Αργυρώ Πυρούδη
apiroudi@hotmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.