ο πρώτος καριώτικος

Φωτογραφία: Μενέλαος Μανώλης

Ένα κείμενο που γράφτηκε για την εφημερίδα Κάβο Πάπας στο αφιέρωμα που είχε γίνει για τον Καριώτικο, και έγινε τώρα ελεύθερη πτήση για να γυρίσει ξανά άλλη μια,  μέχρι την αυλή του Παππού…

Να σου πω κάτι; Ήταν Μεσημέρι. Ήταν Μεσημέρια. Πριν πολλά χρόνια. Μες το λίλιρο να ζάλεις, μες τα χωράφια, τρέχοντας με το αναψοκοκκινισμένο από την αλμύρα και τον ήλιο πρόσωπο, να βιάζεσαι να βρεθείς στην αυλή του παππού, εκεί πάνω απ' τη θάλασσα. Στην αυλή σαν σε κατάστρωμα που ήταν. Ναι! Αν πήγαινες στην άκρη νόμιζες ότι θα πέσεις μέσα. Μες το μπλε!

Κόσμος πολύς. Αδέλφια, ξαδέλφια, μπαρμπάδες, θειάδες, γιαγιάδες, όλοι. Ήταν η ώρα. Έπρεπε να τρώμε όλοι μαζί. Ήταν ο παππούς αυστηρός και ότι έλεγε ήταν νόμος. Έτσι ήθελε. Ήσουν πιτσιρίκι και μαζί με τα ξαδέλφια μοιραζόσουν το χαμηλό τραπεζάκι δίπλα στους μεγάλους. Με τα σκαμνάκια. Τα θυμάσαι; Τα σκαμνάκια τα ξύλινα. Τη παγκέτα όπως έλεγε η γιαγιά. Παναγκασμά το για μικρό... μα είσαι ξίγκι καλά καλά; Ε καταλαένει το κεφάλι σου; A τη ξεκολώσεις τη παγκέτα έτσ' α που δέρεσαι...

Την ώρα του φαγητού σταματάνε τα παιχνίδια, αλίμονο σου, μιας και το βλέμμα του παππού που συνέχεια νόμιζες πως σε ακολουθούσε, δε σου έδινε πολλά περιθώρια. Ήσουν κι άτιμο! Το φαγητό ήταν στα πιάτα και εσύ να γαντζώνεσαι στη ποδιά της μαμάς και να κλαις σπαραχτικά. Ψάρια! Πάλι ψάρια!  Μάλλον κανένα έλεος μιας και την είχες εκνευρίσει και η μπουκιά - δύναμη σου, γινόταν έτσι όλο και μεγαλύτερη και σε πλησίαζε με περισσότερη ορμή.

Στο μεγάλο τραπέζι, άκουγες αστεία και γέλια και ιστορίες και που και που ένα μικρό γλέντι να στήνεται μπροστά στα μάτια σου όταν το κρασί είχε κάνει τη δουλειά του. Και βέβαια ο καριώτικος. Πάντα ο καριώτικος...

Η τσαμπούνα του παππού ξεκινούσε και το βλέμμα του γλύκαινε μονομιάς και τα πρόσωπα φωτίζονταν και τα κορμιά υπακούοντας στον ανατατικό ήχο του, όρθια, άνοιγαν τα χέρια να μπλεχτούν γλυκά με εκείνα του διπλανού για να ξεκινήσουν οι λιτές, αργές, ανεπιτήδευτες κινήσεις τους, που έμαθες βλέποντας τους πως μόνο τέτοιες μάλλον επιβάλει αυτός ο χορός.

Εμείς στο τραπεζάκι με το στόμα ανοιχτό, και αν θυμάσαι καλά, όχι επειδή ήμασταν μπουκωμένα, αρνούμενα πεισματικά να καταπιούμε τη ψαρόσουπα, όχι. Αλλά γιατί κάτι συνέβαινε μπροστά μας, ανεξήγητο για τα μάτια μας, με τον παλμό και την ομορφιά εκείνης της σκηνής να καταγράφεται μέσα μας και μετά ξανά το άλλο καλοκαίρι και ξανά και έτσι εσύ μεγάλωνες...

Και έμαθες έτσι, και αγάπησες αυτόν το χορό. Απ΄ τις μνήμες σου με τον μπαμπά σου που χόρευε και έβλεπες που ήταν σαν να φτέρωνε η καρδιά του και το θείο το Γιώργη, να κλείνει τα μάτια και να στρέφεται στον ουρανό την ώρα που έκανε το τσαλίμι και συ κρυφά πίσω από το σπίτι μαζί με τα άλλα μικρά να προσπαθείς να τους μιμηθείς και τη θεία την Αγγελική που φάνταζε πιο ψηλή και αγέρωχη και ακόμα πιο όμορφη όταν έπιανε κάβο!

Έτσι τον αγάπησες τον καριώτικο. Από τις μνήμες, απ΄τα καλοκαίρια σου. Και έγινε το καλοκαίρι σου αυτός ο ήχος, και οι έρωτες σου και οι φίλοι σου που χορεύατε αγκαλιά και έγινε το σωσίβιο σου ο καριώτικος, η ανάσα σου στα δύσκολα και κοίτα τώρα....μάλλον είναι και ο ήχος που έχεις ακούσει τις περισσότερες φορές στη ζωή σου και πάντα όταν ξεκινάει, πάντα, είναι σαν να τον ακούς για πρώτη φορά. Και αν όχι στην αυλή του παππού πια, όταν παίζει η πρώτη δοξαριά αφήνεις το κρασί και σηκώνεσαι και πας και ανοίγεις τα χέρια για να συναντηθούν με εκείνα του διπλανού σου με την ίδια λαχτάρα που θυμάσαι πως το ‘καναν οι δικοί σου, και ίσως και ο παππούς.

(Όταν σηκώθηκες ρε συ, η κόρη σου τρώγοντας ψάρι, γύρισε να δει που πας... Λες; Ωραία ε…;)

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.