Όχι πως δεν άρεσαν στη γιαγιά τα παραμύθια, όταν είχε χρόνο έπλαθε διάφορα με απίστευτη ευκολία, μα οι δουλειές ήταν πολλές. Μπουγάδα, άπλωμα, τάισμα των ζωντανών, μαγείρεμα, πότισμα, πλύσιμο των πιάτων, καθάρισμα του δωματίου μας, κοινό για κείνη και για τα ανεπρόκοπα εγγόνια... Ε, ήθελε να πηγαίνει για ύπνο «με τις κότες».
Εμείς ξαπλώναμε αγκαλιά μόλις τελειώναμε το διάβασμα, η σόμπα έσβηνε νωρίς, δεν υπήρχε υπολογιστής, τα κανάλια ήταν λίγα και συνήθως τουρκικά... Έπρεπε να διασκεδάσουμε κάπως.
- Έλα, γιαγιά, πες μας ένα παραμύθι!
-Έχω τραγούδια να σας πω ένα σακί γεμάτο, μα το σακί ητρύπησε κι ηπέσαν ούλα κάτω... και σκεπαζόταν με το χράμι για να μας αποφύγει.
-Έλα, βρε, γιαγιά, πες κάτι...
-Ε, να πω... Ας είναι... Ήτονε μια φορά κι έναν καιρό που λέτε, ένας βοσκός, απάνω στον Αθέρα. Είχε χίλια κατσίκια, μικρά και μεγάλα. Ηχειμώνιασε κι είπε να τα μαντρώσει. Μα ήπρεπε να περάσει το ρυάκι στο Πλακωτό. Ζορίζουνταν, γιατί το γεφύρι ήτονε στενό. Εν ηχωρούσανε πολλά. Κι αν ανέβαιναν δυο μαζί, θα ‘μπλαζε το γεφύρι και θα πήαιναν έναν καημό ούλα... Και φτάνει στο ρυάκι… (Το πρώτο χασμουρητό) Το βλέπει το γεφύρι. Τα σταματά. (Δεύτερο χασμουρητό) Τα βάλλει στη σειρά...
-Ε, κι έπειτα; κρυφογελάγαμε εμείς που 'χαμε μάθει απ' έξω τη συνέχεια.
-Έπειτα περνά το πρώτο. Ουούπς, ηπέρασε... Έπειτα το δεύτερο. Ουούπς, νάτο κι αυτό...
-Κι ύστερα; Κι ύστερα; συνεχίζαμε εμείς...
-Ύστερα το τρίτο, ακούγονταν ξεψυχισμένη από τη νύστα. Κι ύστερα το τέταρτο. Μα για βοηθάτε με, πουλάκια μου, γιατί χίλια είναι, για μετρήστε τα κι εσείς, κι άμα δώκει ο Θεός και περάσουν ούλα, ξυπνάτε με να σας πω τη συνέχεια...
Δεν την ξυπνάγαμε ποτέ. Κάναμε πως μετράγαμε για λίγο, ύστερα γελάγαμε με το ροχαλητό της, λέγαμε τα μυστικά μας και την αφήναμε να νομίζει ότι και καλά μας κοίμισε.
Το πρωί άρχιζαν όλα από την αρχή. Ετοιμάζαμε με φούρια τις τσάντες τις σχολικές, εκείνη μας κυνηγούσε με ένα κομμάτι ψωμί αλειμμένο με βούτυρο και μαρμελάδα, εμείς προσπαθούσαμε να αποφύγουμε την τεράστια μπουκιά που έφτανε στο στόμα μας χωρίς να τη ζητήσουμε. Ενίοτε την καταπίναμε με κόπο, άλλες φορές τη φτύναμε στο μονοπάτι. Εκείνη, πάντα ήσυχη και καρτερική, έβαζε ξανά μπουγάδα, άπλωνε, τάιζε τα ζωντανά, μαγείρευε και περίμενε να νυχτώσει και να μας κοιμίσει με το ίδιο παραμύθι που δεν κατάφερνε να τελειώσει ποτέ...
Νόμιζε πως όλα τα εκτιμούσαμε. Όχι, ήταν όλα δεδομένα. Χρόνια μετά, μονάχα χρόνια μετά...
Τι καλά που σ' είχα τότε...
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.