Τα ψηλά βουνά

photo: moving.images

"...Υπόφαε τη φρυγανιά σου και άμε πλύθου… Κάτσε που α βάλω ένα καΐσι στη ζέπη σου, να το τρως στο δρόμο, κάτσε ρε μη με χολοσκάς… Πλύθου καμάρι μου, πλύθου κι ηργήσαμε… Γιάδε, είν’ τα μάθκια ντου μες στην τσίμπλα… πήαινε ρε στον καμπινέ, άχου α με σκάσει το μικρό… Α πάρω το Λία να ‘ρτει να σε μαζέψει, να δεις εσύ στιγιάρι που α σου ρίξει! Μη μου κρέμεσαι στην πλάστιγγα, έτσι υποχάλασε ο αδερφός σου την πόρτα του Κωστακιού, μη… Είσαι μεγάλο και για κρασοψυχιά… Αλίμονό σου αν μας ακούσει ο Κοτσαμπάς από κάτω…"

Καλοκαίρι πέμπτης προς έκτη, αξημέρωτα. Βασικά ιδέα δεν είχα αν ξημέρωσε γιατί  ο ήλιος στη Μεσσαριά ανατέλλει και βασιλεύει σε δικές του ώρες. Ήμουνα όμως και στη Σκοτεινή και από κει δε βλέπεις για το φως του ήλιου. Η Σκοτεινή, για κείνον που δεν ξέρει, είναι το μονοπάτι που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν οι Μεσσαριώτες γιατί ενώνει το Πετροπούλι και το Χριστοβούνι από τη μεριά του Βότσου με τα Κοσσοίκια και το Στελί. Για να το διαβείς σήμερα, χρειάζονται αρβύλες και απαραίτητα φακός. Δε μπα να ναι τρεις το μεσημέρι… δε μπα να βαρούν τζιτζίκοι… αν δεν έχεις φακό δεν πρόκειται με τίποτα να περάσεις το γεφυράκι της σκοτεινής.

Την προηγούμενη είχαμε πάει να μαζέψουμε ρίγανη στα κατσάβραχα για τη θεία στην Αθήνα. Η μπλούζα μου, τα ρούχα μου όλα, τα μαλλιά μου, βρωμάγαν ρίγανη και ντρεπόμουνα. Το παντελόνι μου δε, ένα τζιν του πάππου μου, που του το φέρανε κάτι αμερικάνοι, τίγκα στη ναφθαλίνη και διπλωμένο εφτά φορές στον αστράγαλο για να μην το πατώ. Ας όψεται που λέρωσα το ‘καλό’ μου και δεν είχε να με ντύσει το κακορίζικο!

"Προχώρη και ε με βαστούν τα ποδάρια μου… άμα ‘μουνα σα κι εσένα τέσσερις φορές ηπίαινα και ηγύριζα από το Πλατάνι… Ήκαμα ολονώνε τις παραγγεγιές… και εσύ ε ντο κουνάς το ρά(δ)ι σου ούτε για την εκκλησά… να πάμε να ανάψομε τα καντήγια πρι μας προλάβει ο Παπάς… άχου κι άμα πάμε ά χει γίνει η λιτανεία! Άμα ε βάλω λάδι απ’ άυτονα που κουβαλώ, μαύρη μουχιά… έ θα σε ξαναπάρω ποτές… ε θα με σκάτε εσείς μικρά, μεγάλωσα πια για να σας περετώ… μον’ έννοια σου και α τα πω όλα στον Κύρη σου…"

Φτάνουμε στο Πλατάνι. Η λιτανεία του άρτου -για καλή μου τύχη- δεν είχε ξεκινήσει. Οι γριούλες -όλες θειάδες μου- βρίσκανε την ευκαιρία να μου τραβάνε τα αυτιά, να μου τσιμπούν το μάγουλο και να χαϊδεύουν το ρηγανιασμένο μου μαλλί όταν ο παπάς γύριζε την πλάτη του στη δέηση του μυστηρίου. Ήταν γι αυτές ένδειξη αγάπης! Kαι η γιαγιά καμάρωνε σε όποια μίλαγε για τη σπιρτάδα μου, για το ύψος μου, που το πανταλόνι ειν’ του πάππου μου και σχεδόν μου κάνει, πού είμαι Πρώτος στο σκογιό…

Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com

ikariastore banner