ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - του Νικόλα Κουντούπη

Ο Νικόλας Κουντούπης εκπροσωπεί το κίνημα «Να μωρή! Καρπός», που έχει να κάνει με τη διάδοση της μπαμπακόπιτας στα αποίμενα κατσικοπρόβατα των βουνών της Ικαρίας. Κατσίκια δεν έχει, αλλά παλιά τη μούλιαζε τη ζαχαρόπιτα κάθε βράδυ. Έχει μια ταβέρνα, λέει, όπου το αλευρώνει το κολοκύθι πού και πού. Δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις και πάντα ζητά τη βοήθεια άλλων. Ταυτόχρονα γουστάρει να κουβαλάει στην πλάτη του τσουβάλια, να κάνει λάθη και να τον διορθώνουν και να λέει σ’ αγαπώ σε αυτούς που αγαπά. Σπούδασε, αλλά το μόνο που του έμεινε από αυτό, είναι ότι για κάτι που δεν ξέρει, το ψάχνει (ή το βουλώνει) και δεν κρίνει, ιδίως αρνητικά, πράγματα και καταστάσεις που απέχουν απ’ τις γνώσεις του. Για κάτι που ξέρει, είναι που δεν ξέρει τίποτα.

του Νικόλα Κουντούπη

Για σβήσετε τα φώτα, να δούμε, μας βλέπουνε στους Φούρνους; Για να δούμε... Σβήστε τα όλα, ναι, ναι και εκείνα… όλα, όλα, ΟΛΑ… Ε, και για ελάτε σιγά σιγά στην πίστα που έχει κάτι να δείτε… Κάτι θα γίνει παιδιά μου στη πίστα… Ελάτε, ελάτε.

Τα ρεπό μου στην Ικαρία κατάντησαν λιγότερα κι από τις μικρές χαρές μου. Κι από αυτά όσα είναι, είναι μισακά. Όχι σε πανσέληνους, πανηγύρια και εκδηλώσεις αλλά σε μέρες που σε χωριά σαν το Μαγγανίτη μπορείς να συναντάς κόσμο ντόπιο, πρόσχαρο, που, νομίζοντας ότι είμαστε «ξένοι», θέλει να μας μιλά, να μας φιλεύει και να μας αγκαλιάζει. Σαν εκείνο το μεθυσμένο Μαγγανιώτη που καθίσαμε δίπλα του.

Μας κόζερε μισή ώρα. Πιανόταν από τα χείλη μας και έψαχνε την ευκαιρία. Και κει που συζητάγαμε για τα μπλόκια στο λιμανάκι (μας φανήκανε λιγότερα τα βράχια), έρχεται χωρίς να μας συστηθεί:

23/06/2011 - 19:25Τα ψηλά βουνά

...Υπόφαε τη φρυγανιά σου και άμε πλύθου… Κάτσε που α βάλω ένα καΐσι στη ζέπη σου, να το τρως στο δρόμο, κάτσε ρε μη με χολοσκάς… Πλύθου καμάρι μου, πλύθου κι ηργήσαμε… Γιάδε, είν’ τα μάθκια ντου μες στην τσίμπλα… πήαινε ρε στον καμπινέ, άχου α με σκάσει το μικρό…

Χειμώνας του 2005, μπορεί και ’06, εικοσάρης και ξέγνοιαστος. Ο τόπος και τα διαδικαστικά δεν έχουν καμία σημασία. Ούτε ίσως ο χρόνος, μόνο τα πρόσωπα και το νεαρό της ηλικίας μου. Φοιτητής και περιστασιακά σερβιτόρος σε μια καφετέρια, για ένα χαρτζιλίκι. Ήθελα, λέει, να βάλω σε τάξη κάποια μικρά μου όνειρα. Όταν λοιπόν σχόλαγα, και με τα υπερβολικά 23 ευρώ που εισέπραττα, τράβαγα χοροπηδώντας στο διπλανό Μπαρ να κάνω το μεροκάματό μου τρία ποτά και να ονειρευτώ με τους φίλους μου για τη ζωή που θέλουμε. Ενίοτε και να αλλάξουμε τον κόσμο.

Ένα βράδυ, σαν και κείνα, μένω μόνος με το Στάμο το αφεντικό. Στο τέταρτο κερασμένο και στην υπόκρουση Παπάζογλου, των ερωτώ: «Στάμο, εκδικείται η γυφτιά;» Μου χαμογέλασε σα να μην ήξερε κι ο ίδιος να απαντήσει. Του λέω μετά: «Τί όνειρα έχεις για το μέλλον;» «Είμαι κοντά σαράντα ρε Νικόλα, με δουλεύεις; Τί όνειρα μπορώ να κάνω; Χρεοκοπήσανε τα όνειρά μου.»

Σε μια στιγμή γκρεμίστηκε το είναι μου. Ήταν για μένα μια υπέροχη ευκαιρία να νιώσω τη χρεοκοπία και την υποταγή, σα  λέγανε εντέχνως λίγο νωρίτερα οι «Τρύπες». Πόσο μάλλον που για εκείνη την εποχή η λέξη χρεοκοπία ήταν μόνο συνδεδεμένη με κείνο το ξεχασμένο τηλεπαιχνίδι, τον «Τροχό της Τύχης»! Το ανέλυσα πολύ και δε βρήκα καμία λογική εξήγηση σ’ αυτά που άκουσα. Μικροαστό τον είπα και νεόπτωχο στη σκέψη.

Έξω απ’ την πορτάρα του αυλόγυρου, εκεί που έπεσε επέρσι ο φίλος μου ο Μιχάλης κ’ έσπασε δυο πλευρά, στέκεται αγέρωχη μια μεγάλη αμυγδαλιά! Αυτή η αμυγδαλιά είναι δικιά μας και την αγαπώ περισσότερο από τις άλλες. Δεν τη φυτέψαμε εμείς, ούτε κανένας πάππους μου, αλλά εγώ λέω με τους φίλους μου ότι είν’ δικιά μας, γιατί εκτός που ανθίζει και αυτή όπως οι άλλες αμυγδαλιές του κόσμου, εδώ έχουμε περάσει τέλεια!

Παλιά συναντιόμασταν όλοι μαζί κάτω από την αμυγδαλιά να πάμε σχολείο! Εγώ είχα πολλά νεύρα για το πρωινό ξύπνημα αλλά δεν έχει καμία σχέση. Και τώρα, που το δημοτικό στο χωριό μου έκλεισε από πρόπερσι, πάλι εδώ μαζευόμαστε και περιμένομε το ταξί να μας πάει Άγιο. Όταν έρχεται το ταξί, δεν έχει ξημερώσει ακόμα και έχω πιο πολλά νεύρα με το ξύπνημα!

Πάνω στον κορμό της έχει πολλά γραμμένα ονόματα. Έχω γράψει και εγώ το όνομά μου πάνω. Όταν ήμασταν μικροί, καταφέρναμε και σκαρφαλώναμε πάνω και βλέπαμε τα καράβια. Είχε και μια κουφάλα που βάζαμε μέσα απόρρητα σημειώματα, όπως τότε που συνεννοηθήκαμε με το Μιχάλη την δικαιολογία που αργήσαμε να πάμε σπίτια μας, παρόλο που είχανε ανάψει οι στύλοι της ΔΕΗ. Μια φορά έμπλασε ο Μιχάλης και τον πήρε ελικόπτερο για Αθήνα γιατί δεν υπήρχε γιατρός στο νοσοκομείο. Ο Μιχάλης ευτυχώς δεν είχε τίποτα αλλά ο Κυρ-Λευτέρης έκοψε τα χαμηλά κλαδιά της, για να μην ξανανέβομε. Βέβαια ήθελε και απόκλαδα για το τζάκι και βαριότανε να πάει στο Βούνιο. Στα πανηγύρια κάθομαι όλο το βράδυ εκεί, γιατί περνάνε και άλλα παιδιά και γινόμαστε φίλοι και παίζουμε όλο το βράδυ!

Είδα χτες στον ύπνο μου μανταρίνια, σαν εκείνα τα ολόγλυκα με τα πολλά κουκούτσια που κλέβαμε στις εκδρομές του σχολείου. Ήμουνα, λέει, σε ένα αμπέλι τεράστιο που είχε μόνο μανταρινιές αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να τα φάω!

Πώς στήνεται, να δεις, μια βεγγέρα σε χρόνο άπιαστο! Έτσι μου λάχε και μένα μια νύχτα στο Λιβάδι. Ήτανε οι φίλοι μου για να βοηθήσουν που καθάριζα την ταβέρνα μετά από ένα ανεπανάληπτο ζεύκι. Τρίτη μέρα και το λίπος σε ταβάδες και καζάνια ακόμα κρατεί, μ’ ένα θερμοσίφωνα που αρνείται πεισματικά κάθε συνεργασία.

Είπα να γράψω, ήθελα πάρα πολύ να γράψω στο περιοδικό του τόπου μου, το νιώθω δικό μου. Περιπλανήθηκα αρκετά μέσα σε άδειες σκέψεις να βρω το θέμα, και είπα, άμα που το ταξίδι μου με βγάλει Ικαριά, κάτι θα ‘ναι που θα μου κατεβάσει!

Σελίδες