Η Ικαρία της μνήμης

photo: vaqiou @instagram

Μνήμες αποσπασμένες από το σύθαμπο του χρόνου. Φραντάτο, Πέρα Μεριά, καλοκαίρι, τέλη δεκαετίας του ’40. Ενα παιδί, τριών-τεσσάρων χρόνων, γλιστράει στο χείλος και πέφτει στη στέρνα ποτίσματος. «Το παιδί!» ακούγεται πνιγμένη η κραυγή της γιαγιάς Ασημίνας. Δυο δυνατά χέρια αρπάζουν το παιδί από το βρακί και το βγάζουν στη στιγμή, απείραχτο∙ ούτε καν αμυχή∙ μόνο φόβος από το ξαφνικό βούτηγμα. Τα δυνατά χέρια το χαϊδεύουν στοργικά. «Χτύπησες; Πονάς πουθενά;» ρωτάει ο θείος Σωτήρης, οικοδόμος, ο μικρότερος από τα εφτά αδέλφια της μητέρας, που έφυγε πρώτος, νεότατος.

«Οχχχι» απαντά το παιδί, με το παχύ, παρατεταμένο «χι» της ικαριακής διαλέκτου. Κοντεύει δυο χρόνια στο χωριό και τα «καριώτικα» είναι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει. Μετοίκησε από την Αθήνα στην Ικαρία, «στη γιαγιά», αναγκαστικά. Μικρότερος από τέσσερα αδέλφια, αγόρια, ο «Βενιαμίν», μεταγράφηκε σε «Καριώτη» για λόγους προστασίας: Ο πατέρας, επιστρέφοντας από εξορία στην Ικαρία, εμφάνισε «υποψίες φυματίωσης»∙ ο μικρός έπρεπε να προστατευτεί. Εζησε στην Ικαρία, κοντά στη γιαγιά και τον παππού, Κωσταντή, ίσαμε το φθινόπωρο του ’52, που γύρισε στην Αθήνα, για να πάει δημοτικό. Σε άγνωστη γειτονιά και άγνωστο σπίτι! Το μόνο που γνώριζε ήταν τα «καριώτικα» και όλο ζητούσε ένα μαχαίρι να «πελεκάει» μολύβια.

Μεγάλος πια, όποτε άκουγε, στον δρόμο ή στο λεωφορείο, κάποιες να μιλούν «καριώτικα», δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσει: «Από ποιο μέρος είστε, αν επετρέπετε;». Εφτανε μόνο το: «Από ποιο μέρος της Νικαριάς;..». Σεπτέμβριος 2008. Αρμενιστής. Τελευταία βουτιά του καλοκαιριού στα καθάρια νερά του Ικάριου. Ελπίζω να μην είναι και η τελευταία που έκανα στην Ικαρία της μνήμης μου, που δεν αποχωρίζομαι ποτέ.

Το σημερινό χρονογράφημα, γραμμένο ειδικά για τις φίλες, δίδυμες Καριωτίνες Ζαχαρούλα και Χαρούλα Κοτσάνη, αφιερώνω στη Χριστίνα, που έχασα πρόσφατα και αναπάντεχα, και στους εγγονούς μου Πέτρο και Στέλιο.

Πέτρος Μανταίος
efsyn.gr

ikariastore banner