Μια άρια για την Ικαρία… βουτηγμένη σε χαμογελοδάκρυα, χωρίς ενοχές…
Καθρέφτες που στραγγίζουν τον ήλιο για να χαιρετίσουν τους ταξιδιώτες των πλοίων… όλα τα χέρια στα παράθυρα των σπιτιών, το ένα μετά το άλλο από ανατολή προς Δύση ή από Δύση προς Ανατολή, ανάλογα αν το καράβι φεύγει ή έρχεται… Βλέπεις τους καθρέφτες να ξυπνούν διαδοχικά και να ορίζουν το χρόνο που διαρκεί ο διάπλους της Ικαρίας… Το μήκος του νησιού μετρημένο, με πόσες λάμψεις άραγε; Αποβιβάζεσαι θαμπωμένος στο νησί…
Διαπερνάς την λαμπυρίζουσα αυλαία των κατόπτρων που περιβάλλει την Ικαριά και βρίσκεσαι εκεί… στο παντού και πάντα.
Ένας κόσμος πλήρης.
Από την εκκλησία του Χριστού ως το νεκροταφείο… το μαγεμένο δάσος του μεσοκαλόκαιρου, που κατά λάθος – λέω σήμερα - τό ‘βαλε ο Σαίξπηρ στην Αθήνα…
«Τρέξτε απ΄ τη μηλιά πέφτουν καραμέλες», φώναζε ο παππούς και τρέχαμε ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες… πριν ανεβούμε στο γάιδαρο να πάμε καβάλα ως τη βρύση του Γρηγόρικου… εκεί που ξυπόλυτη, μ’ αγριεμένα μαλλιά αναδυότανε από κάπου η τρελή Διαμάντω και μας κοίταζε – κόρες ακίνητες - πριν εξαφανιστεί μες τα πλατάνια… Η Διαμάντω, δέντρο θά ‘ναι πια λέω… πίσω έναν κορμό καρυδιάς ξεμύτιζε κι ερχόταν καταπάνω μας ο Συμεών, ο μουγκός, με τα αεικίνητα χέρια του, σαν αεροπλάνα σε ακροβατικά… στο νεκροταφείο παίζαμε κρυφτό… φωνές πουλιών τα συνθηματικά μας κι άσπρα σεντόνια τα κουστούμια μας, φαντάσματα εμείς ανάμεσα σε νεκρούς που μας χαιρετούσαν… παππούδες, γιαγιάδες, προγιαγιάδες, θείοι και παραθείοι, ένα πετρωμένο δάσος από κόκκαλα με σβησμένα ονόματα στα κασελάκια του οστεφυλακίου, σίγουρα οι παππούδες των προπαππούδων, οι γιαγιάδες των προγιαγιάδων, οι προγιαγιάδες των προπαππούδων, τα πρώτα, δεύτερα, τρίτα, τέταρτα, πέμπτα… δέκατα πέμπτα ξαδέλφια των πρώτων, δεύτερων, τρίτων, τέταρτων, πέμπτων… δέκατων πέμπτων θείων… Φτου, σε είδα…
Παιδιά τρέξτε… αυτοί εκεί φιλιούνται στο στόμα… κάτω απ΄ τον πεύκο, δε μας είδαν… πς, σσς… σσς… αααα… πς…πς… μμμμ…. Μη μιλάτε… σσς… πάμε απ' την πίσω μεριά του νεκροταφείου… Σιγά σιγά μη μας δουν… Μα αυτοί φοβούνται μη τους δουν… Πάμε να τους τρομάξουμε… Πάμε ξαπλώνουν… Σσσσσσσσσσσσσσσσσσς… Γλίστρησες στα ζίγανα και βρέθηκες πάνω τους… Γέλια και βρισιές σ΄ όλο το ρουμάνι, που ξύπνησαν τ΄ αποθαμένα μας και μπλάσαμε όλοι μας… ένα σύννεφο.
Ξεκαρδισμένοι.
Κυριακή Σπανού
kyrspanou@gmail.com