Είχα μια μεζονέτα στην τοποθεσία Μούτσικο, εξοχικό στη Σκληθρέ, γκαρσονιέρες σκόρπιες εδώ κι εκεί στο χωριό, μόνιμη κατοικία στις Πλάκες. Μετά ήρθαν οι φόροι ακινήτων, το πόθεν έσχες και τα έχασα όλα. Ε; Μακάρι να ήτανε οι φόροι , αλλιώς τα έχασα.
Πάμε μια βόλτα στις Πλάκες να σου δείξω. Είναι ο τόπος γεμάτος βράχια, πολλά. Σε ό,τι μέγεθος και σχήμα θέλεις. Άλλα σκορπισμένα εδώ κι εκεί μοναχικά, άλλα στριμωγμένα μεταξύ τους, μερικά στημένα ετοιμόρροπα το ένα πάνω στο άλλο από τότε που τα θυμάμαι και πολύ πριν μάλλον και για πάντα. Και δέντρα διάσπαρτα, πεύκα και πρίνοι.
Σαν ξεπεσμένη, πάλαι ποτέ πολύφερνη νύφη, από εκείνες τις ψηλομύτες που τι κι αν τα έχασαν όλα, τους έμεινε ο τουπές, δε χάνω ευκαιρία να επιδεικνύομαι ακόμη στα πτωχά σημερινά παιδάκια, που άντε να ‘ χουν ένα δυο πλαστικά σπιτάκια που μόνο κούκλα χωράει μέσα.
Να εδώ ήταν το παιδικό μου δωμάτιο, ευρύχωρο με πέτρινη σκεπή, εδώ το ασανσέρ, βλέπεις που μένει ένα στενό κενό περικυκλωμένο από βράχια; Όταν μεγάλωσα λίγο, γύρω στα δέκα παντρεύτηκα. Να το συζυγικό δωμάτιο στον πάνω όροφο, διαμπερές και με μπαλκόνι. Τι κι αν ο σύζυγος ήταν κορίτσι, τότε ακόμη επιτρεπόταν οι γκέι γάμοι. Σαλόνια αχανή που είχαν φιλοξενήσει όλη την αφρόκρεμα της εποχής , αυλές περίτεχνες με όμορφα παρτέρια και ίσκιους.
Να σου πω και κάτι άλλο λιγότερο σικ; Η μάνα μου με είχε μαλλιοτραβήξει δυο τρεις φορές. Της είχαμε αδειάσει το σπίτι από νοικοκυριά εγώ και η πρώην σύζυγός μου, μα ήταν αναγκαία βλέπεις. Πώς να εξοπλίσεις τόσα σπίτια; Από έπιπλα όμως ήμασταν κομπλέ. Στρώματα φουσκωτά υπέρδιπλα, πολύ πευκοβελόνα βλέπεις. Και τραπεζάκια πέτρινα με πλάκα Ικαρίας, περιζήτητη.
Έτσι που λες, αν και πολύτεκνοι, όλοι πλούσιοι. Πλούσια παιδάκια. Μετά ούτε κατάλαβα τι έγινε. Ήτανε όλα ξαφνικά. Άλλαξα γούστα και ερωτεύθηκα ένα αγόρι. Τι θα ‘λεγε αν μ’ έβλεπε να κουβαλάω κατσορολικά μέσα τα ρουμάνια. Αν μ’ έβλεπε αχτένιστη με φύλλα στα μαλλιά από τα δέντρα, με δύο τρία κουτσούβελα σ’ αυτή την ηλικία. Ήμουν πια δεσποινίδα. Σχολεία, φροντιστήρια, σπουδές και φρουτ ο καιρός πέρασε. Μέχρι που βρέθηκα με μια δουλειά που με δυσκολία συντηρεί ένα και μόνο σπίτι . Πάνε οι προίκες μου, πάνε τα μεγαλεία, τα πήρανε τα χρόνια.
Έμειναν χαριτωμένες αναμνήσεις και μια εσαεί οικειότητα με τους παλιούς συγκάτοικους που παίζαμε … «σπιτάκια». Ε ναι, και λίγη φαντασία ψηλομύτας λόγω ένδοξου προτέρου βίου.
η Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.