Κατεβαίνεις τρέχοντας τα σκαλιά, σκύβεις το κεφάλι πριν ακόμα φτάσεις στο πλατύσκαλο για να δεις αν πρόλαβες. Φυσικά και δεν έχεις προλάβει. Το L train μόλις πέρασε. Παίρνεις ύφος αγέρωχο, “δεν πειράζει έχω το βιβλίο στη τσάντα”. Άλλωστε, στο ραντεβού με τον συνάδελφο αργείς πάντα, γιατί να πας στην ώρα σου σήμερα; Άσε που έχεις δικαιολογία έτοιμη, ήσουν Ικαρία το καλοκαίρι, δεν τα πας καλά με τα ρολόγια.
Άστα αυτά! Ξημερώνεις και πώς μάλιστα; Συνήθως μας βρίσκεις κάτω απ τα δέντρα. Σε μια πλατεία, στην αυλή ενός σχολείου, έξω απ την εκκλησία του χωριού ή σε μια εκκλησία στο πουθενά, κάπου στην Ικαρία. Μπροστά από ακατάστατους πάγκους με μισοάδεια μπουκάλια κρασί και λαδόκολλες με φαγωμένο κρέας. Ευτυχώς περισσεύει πάντα λίγο ψωμί να βουτάς στ’ απομεινάρια της σαλάτας αυτές τις δύσκολες ώρες.
Ο αλυτρωτισμός είναι μια δύσκολη λέξη. Είναι και μια επίφοβη έννοια, η οποία κινητοποιεί συνειρμούς «Μεγάλης Ιδέας», ξαναθυμίζει ψευδό-ερωτήματα όπως «πότε θα ξαναπάρουμε την Πόλη;» και επαναφέρει σλόγκαν όπως «..πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι». Επικίνδυνα σκέψεις σε επικίνδυνους καιρούς….