Ένα καριωτάκι στο μονοπάτι

photo: islgr.wordpress.com

Το παρακάτω κείμενο διαβάζεται κι ακούγοντας αυτό. Εγώ αυτό άκουγα όταν το έγραψα.

Το πρώτο βήμα περιπέτειας ξεκινούσε στα σκαλιά που κατέβαιναν προς τον αχυρώνα. Εκεί ήταν η αρχή του μονοπατιού.

Απότομο στην αρχή, κατηφοριά δυνατή και δίπλα ο ποτιστής να σε ακολουθεί στη δικιά του παράλληλη διαδρομή. Πόσες φορές, σαν κατέβαινε νερό, έριχνα ένα ξύλο κι έτρεχα να το προλάβω πριν ξεπεράσει το δρόμο και το χάσω σε κάποια από τις τσιμεντένιες διασταυρώσεις του.

Το πρώτο κομμάτι του μονοπατιού τελείωνε γρήγορα, συνήθως το έτρεχα ώστε να μην προλάβει κάποιος στο σπίτι να μετανιώσει που με άφησε να φύγω ή μη και πετύχω κάνα συγγενή που θα ήθελε να με ρωτήσει… τα πάντα! Ήταν γύρω στα 40 μέτρα απόσταση, ώσπου να φτάσει στον αμαξωτό. Εκεί τελείωνε και το χωράφι, ήμουν πλέον έξω από το σπίτι. Το ανεπανάληπτο συναίσθημα ανεξαρτησίας. Τίποτα μα τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτό όταν είσαι παιδί, ούτε καν οι παιδικοί έρωτες. Αμαξωτός λοιπόν, δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα με έπιανε μία ταχυπαλμία όταν ήμουν στον αμαξωτό. Αν άκουγα αμάξι να πλησιάζει, έτρεχα να χωθώ κάπου, να μη με δουν.

Το δεύτερο κομμάτι ήταν το πιο περιπετειώδες. Στην αρχή είχε δέντρα και θάμνους που σου έκοβαν το διάβα. Κάποιες φορές τα άλματα ήταν απαραίτητα για να ξεπεράσω τους θάμνους αλλά και τον εαυτό μου. Να νοιώσω δυνατός. Αμέσως μετά ήταν οι συστάδες με τους άτσαχες που μου υπαγόρευαν κάθε φορά μία καινούργια διαδρομή για να τους ξεπεράσω. Σας νίκησα, σκεφτόμουν κάθε φορά.  Έπειτα, 50 μέτρα ανάμεσα σε αυλές σπιτιών, το καθένα με τη δική του ιστορία και φήμη,  τόση ώστε να σε κάνει να τρέξεις αυτά τα 50 μέτρα σαν να τελειώνει ο κόσμος πίσω σου. Να φτερώσεις…

Αμαξωτός ξανά. Ουφ. Ξεπέρασα. Αμαξωτός; Ωχ… γρήγορα για το τρίτο κομμάτι. Το τρίτο κομμάτι ξεκινούσε με τα δύο πιο τρομακτικά μέτρα μονοπατιού που εγώ είχα περπατήσει ποτέ. Τεράστιες βατακιές που δημιουργούσαν ένα μεγάλο θόλο, ένα μικρό ρυάκι, σκοτάδι. Ήλπιζες να μην υπάρχει κάτι εκεί μέσα που να θέλει το κακό σου. Σε αυτό το σημείο απαραίτητο όπλο θεωρείτο ένα κομμάτι ξύλο, κατά προτίμηση μακρύ. Μόλις ξεπερνούσες από εκεί το υπόλοιπο κομμάτι ήταν παιχνιδάκι! Ο ποτιστής σε αντάμωνε πάλι λίγο πιο κάτω, σαν ένας παλιόφιλος. Μια φορά, ορκίζομαι ότι πέτυχα ένα ξύλο μου εκεί! Και κάπου εκεί και για πρώτη φορά στο μονοπάτι, το δάσος άνοιγε κι έβλεπες τη θέα προς τα κάτω. Μια βαθιά ανάσα και σε λίγο φτάνουμε. Πολλές ήταν οι φορές που σταματούσα σε αυτό το σημείο κι έπαιζα ένα παιχνίδι του μυαλού μου με ό,τι είχε εκεί γύρω. Ήταν σαν την στάση που κάνεις σε ένα μεγάλο ταξίδι.

Το τέταρτο κομμάτι ήταν πάλι απότομο, αλλά οι παλιότεροι που τα ‘χαν για κανονικούς δρόμους, είχαν τοποθετήσει πλάκες, καριώτικες, για να φτιάξουν σκαλοπάτια, να το κάνουν πιο καλόβολο. Τα κατέβαινα δυο-δυο. Πόσες φορές κι αν με είχε πάρει η κατηφόρα κι είχα κουτρουβαλήσει… Περισσότερο πάντως με ένοιαζε πώς θα έκρυβα τις πληγές, γιατί αν τις έβλεπε η γιαγιά… τέρμα το μονοπάτι!  Μόλις σηκωνόμουν και καθάριζα τα γόνατα μου, θυμάμαι ότι άρχιζα να ακούω τη βουή, τον κόσμο, τα μαγαζιά, τα αυτοκίνητα, το καμπί. Ήμουν δίπλα. Άραγε με περίμεναν ή είχε αρχίσει το κρυφτό χωρίς εμένα;

Τα τελευταία μέτρα τα περπατούσα πάλι δίπλα σε αυλές σπιτιών κι ένα σκύλο που δε θυμάμαι το όνομα του αλλά θυμάμαι ότι ποτέ δε με συνήθισε. Μου γάβγιζε πάντα. Να πω και την αλήθεια, καμιά φορά κι εγώ τον πείραζα. Μα να μη με συμπαθεί;

Κι αμέσως μετά η πλατεία, δύο μέτρα ακόμα κι να ‘μαι, έφτασα.

Πολλά χρόνια μετά στάθηκα ξανά στο ίδιο ακριβώς σημείο, έχοντας φτάσει από το δρόμο, με το αμάξι. Κοίταξα το μονοπάτι με μία κάποια νοσταλγία κι ίσως να μου ξέφυγε μαζί με την εκπνοή, ένα … ευχαριστώ.

Στέλιος Νικολακάκης
stelios.nikolakakis@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Στέλιου Νικολακάκη.

ikariastore banner