Ήταν ένα τάμα των παιδικών μου χρόνων. Εντυπωσιασμένος από την Καριώτισσα μάνα, που στο παιδικό μου μυαλό φάνταζε σαν ηρωΐδα και αγία μαζί, ήθελα πάντα να γράψω κάτι γι' αυτήν, κάτι σαν ύμνο, δείγμα ελάχιστο του θαυμασμού και της αγάπης που ένιωθα. Και να που το τάμα αυτό έμελλε να το εκπληρώσω σήμερα, σε μιαν ηλικία που ο συναισθηματισμός, η αναπόληση και η νοσταλγία ομορφαίνουν, αλλά ταυτόχρονα και καταδυναστεύουν τη ζωή μας. Πιστεύω, πως όσοι έχουν ζήσει προπολεμικά τα παιδικά τους χρόνια στην Ικαρία, θα μου συγχωρήσουν κάποιο ξεχείλισμα συναισθηματισμού και νοσταλγίας, που όσο μεγαλώνω πλημμυρίζουν το μυαλό και την ψυχή μου. Για την Καριώτισσα μάνα, που η εικόνα της, ηρωΐδας και αγίας ταυτόχρονα, έχει μείνει για πάντα στο μυαλό και τη καρδιά μου.
Όσοι έζησαν την εποχή εκείνη στην Ικαρία, γνωρίζουν πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τότε. Η φτώχεια, η απόλυτη φτώχεια, μάστιζε το νησί από την πρωτεύουσα μέχρι και το τελευταίο του χωριουδάκι, με στέρηση και του ψωμιού ακόμη. Κι αυτό, παρά τις τεράστιες νυχθημερόν προσπάθειες των γονιών να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για τα παιδιά τους και ιδιαίτερα της μάνας, που ακοίμητος φρουρός της οικογένειας, πάσκιζε, δουλεύοντας μέρα-νύχτα, να έχει το καθημερινό φαγητό των παιδιών της. Το νησί όμως, πάμπτωχο, άγονο από την μια άκρη ως την άλλη, χωρίς ίχνος σχεδόν πεδινής έκτασης, μια "κατρακύλα" από το βουνό ως την θάλασσα, χωρίς καθόλου τρεχούμενο νερό, δεν έδινε περιθώρια για οποιαδήποτε καλλιέργεια, σε βαθμό τέτοιο, που πολλές φορές η "συγκομιδή" δεν έδινε ούτε το σπόρο. Κάποιοι κήποι μόνο, κ΄ αυτοί σε "αναβαθμίδες", δηλαδή σε μικρά πεζουλάκια, το ένα πάνω στ' άλλο, με τα "πηγάδια", το γερανό και το ντενεκέ να παίζουν κάθε πρωί και κάθε απόγευμα τη δική τους συμφωνία, έσωζαν κάπως τα πράγματα, με τα κηπευτικά κάθε είδους που το καλοκαίρι αποτελούσαν το μικρό "σούπερ μάρκετ" των νοικοκυριών.
Μέσα σ' αυτές τις τραγικές οικονομικές συνθήκες, που έφθαναν μέχρι το έσχατο όριο της φτώχειας, η μάνα, φρουρός άγγελος της οικογένειας πανταχού παρούσα, σαν τον Άτλαντα σήκωνε στους ώμους της την οικογένεια. Πάντα καλοσυνάτη και καλόκαρδη, χαμογελαστή και αισιόδοξη, ακούραστη και αεικίνητη, στο σπίτι, στο χωράφι, στο κήπο, στα ζώα, έκανε πάντα το θαύμα της και κάποιο φαγητό ήταν έτοιμο στην ώρα του, αφού πρωΐ-πρωΐ, "συνύχτερα" όπως λέμε στην Νικαριά, σηκώνονταν και ετοίμαζε πρώτα τα παιδιά για το σχολείο, για το οποίο εκείνη είχε κυρίως τη φροντίδα, έτοιμη σε κάθε περίπτωση να κάνει το παν, να γίνει "ολοκαύτωμα" για το αντικείμενό της λατρείας της, τα παιδιά της. Που έπρεπε "πάση θυσία" να μάθουν γράμματα, που ήταν το άσβεστο όνειρο και των πιο φτωχών γονιών και ιδιαίτερα της πάντα ανήσυχης μάνας. Της μάνας που σε καιρούς ολοκληρωτικής φτώχειας, είτε γιατί ο καιρός δεν βοήθησε τις καλλιέργειες είτε γιατί θεομηνίες καταστρέφανε τη μικρή παραγωγή είτε γιατί ο πατέρας επέστρεφε από τα κάρβουνα χωρίς δραχμή και σοβαρά άρρωστος με ελονοσία που ήταν η μάστιγα των Καριώτων καρβουνιάρηδων, κάνοντας τη καρδιά της πέτρα, κρύβοντας τα δάκρυά της και την απελπισία της, επιστράτευε τη γριά μάνα της, τη "καλομάνα", όπως λέμε τη γιαγιά στη Νικαριά, για να μείνει στο σπίτι με τα παιδιά της, που ήταν πάντοτε πολλά, κ'εκείνη να φύγει για την Αθήνα, την Αίγυπτο ή τη Σμύρνη παλιότερα, για να δουλέψει σαν υπηρέτρια ή σαν παραμάνα θηλάζοντας ξένα παιδιά, για να εξασφαλίσει έτσι το φαγητό της οικογένειας, τα ρούχα, τα παπούτσια αλλά και τα έξοδα του σχολείου των παιδιών. Και δεν είναι τυχαίο, που οι πρώτοι Καριώτες που έμαθαν γράμματα, στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου τα έμαθαν με τις μανάδες τους παραμάνες στα ξένα.
Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ ποτέ και που και σήμερα με συγκλονίζει όταν το σκέφτομαι, ήταν ότι ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα, ποτέ δεν καταριόταν τη μοίρα της, αντιμετωπίζοντας και τα πιο δύσκολα με μιαν απίστευτη δύναμη κι ένα ζεστό χαμόγελο, με μόνη ανταμοιβή τη χαρά που ένοιωθε με όλ΄ αυτά, που τα θεωρούσε πηγή χαράς και ευτυχίας, άσχετα αν πολλές φορές ξεπερνούσαν τις αντοχές της. Της έφτανε το χαμόγελο των παιδιών και η αναγνώριση του συζύγου (αν υπήρχε), ενός καλοσυνάτου Καριώτη συνήθως, που με κάθε τρόπο της έδειχνε την αγάπη του, για να είναι απόλυτα ευτυχισμένη, άσχετα αν αυτή η υπεράνθρωπη προσπάθεια, αυτή η εξοντωτική δουλειά και η συνεχής έννοια της την γερνούσαν πριν την ώρα της, εικόνα που δεν μου φεύγει ποτέ από το μυαλό, γιατί πάντα με πονούσε, βλέποντάς τες πρόωρα γερασμένες, χωρίς ποτέ να ξεστομίσουν και το παραμικρό παράπόνο για τη τύχη τους.
Γιατί πραγματικά οι εικόνες, όπως μου έχουν μείνει ολοζώντανες από τότε, με συγκλονίζουν ακόμη και δεν μπορώ να πιστέψω πως αυτή η μάνα-Ανταίος* τα κατάφερνε και ανταποκρινότανε σε τόσες δυσκολίες, που ίσχυαν καθολικά σ' ολόκληρο το νησί. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Το σπίτι; Ένα μικρό παραδοσιακό Καριώτικο που δεν κάλυπτε ποτέ σχεδόν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογενειας και δεν είχε ούτε και τις στοιχειώδεις ανέσεις; Που δεν είχε μπάνιο και η μάνα έπρεπε να κάνει το μπάνιο των παιδιών στη σκάφη; Που η τουαλέτα (ένα πρόχειρο αποχωρητήριο) ήταν έξω και σε απόσταση από το σπίτι; Που δεν είχε θέρμανση παρά μόνο το τζάκι στο οποίο μαγείρευε κιόλας και σαν την αρχαία Εστιάδα έπρεπε να συντηρεί τη φωτιά, με το νυχτόξυλο που δεν έσβηνε ποτέ, φροντίζοντας να υπάρχουν πάντα ξύλα; Το νερό, για πόσιμο και για τις λοιπές ανάγκες του σπιτιού, που έπρεπε να το κουβαλήσει με τη στάμνα ή τον κουβά από αρκετή απόσταση, αφού κανένα σπίτι δεν είχε νερό μέσα; Το πλύσιμο των ρούχων, η περίφημη μπουγάδα που γινότανε στο ρέμα, και το χειμώνα, λόγω των συνεχών βροχών δεν γνώριζε πότε θα στεγνώσουν τα ρούχα; Και τέλος, το χειρότερο ίσως το γνωστό "γουμάρι" δηλ. τα κλαδιά για τροφή των οικόσιτων ζώων που έπρεπε κάθε μέρα σχεδόν να κόψει από το δάσος και να τα μεταφέρει στην πλάτη, δουλειά που συνήθως γινόταν την αυγή προτού ξυπνήσουν τα παιδιά; Κι' όμως, όλα αυτά, τα απίστευτα δύσκολα και κοπιαστικά στην πράξη, αποκλειστικής σχεδόν αρμοδιότητας της μάνας, αντιμετωπίζονταν από αυτήν σαν εντελώς φυσικά, δηλαδή σαν να μην μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Τόση ήταν η καλοσύνη και η κατανόησή της, που έμενες αληθινά κατάπληκτος με την πραότητά της χωρίς ποτέ να δείχνει ότι κάνει κάτι σπουδαίο και χωρίς ποτέ να δείχνει κούραση, έστω και αν ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
Αλλά εκείνο που πάντα με άφηνε άναυδο, ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε την έλλειψη χρημάτων για την αγορά και των πιο αναγκαίων πραγμάτων. Έλλειψη -καθημερινή σχεδόν- που την βίωνε με μιαν απίστευτη εγκαρτέρηση και μια αισιοδοξία αληθινά εντυπωσιακή, που κατέληγε πάντα στη φράση "έχει ο Θεός, κάτι θα γίνει"!
Εδώ τελειώνει το τάμα μου. Ξέρω πως τα λόγια μου είναι πολύ φτωχά για να δώσουν την ολοκληρωμένη εικόνα και το μεγαλείο της Καριώτισας μάνας, όπως την έζησα και τη θυμάμαι πάντα. Τα καταθέτω όμως από το βάθος της καρδιάς μου σαν ένα "χερόβολο" Καριώτικα αγριολούλουδα αγάπης και σεβασμού στην άγια μνήμη της.
Γιάννης Μουλάς**
*Wikipedia: Ο Ανταίος ήταν μυθικός γίγαντας, γιος του θεού Ποσειδώνα και της Γης και βασιλιάς της Λιβύης. Αποτελεί κομμάτι και της ελληνικής μυθολογίας και της βερβερικής μυθικής παράδοσης. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ανταίος προκαλούσε όποιον περνούσε από τη χώρα του να παλέψουν και πάντα νικούσε, όντας αήττητος από την επαφή του με τη Γη. Τη δύναμη αυτή του Ανταίου αντιμετώπισε ο Ηρακλής και τον νίκησε σηκώνοντάς τον από το έδαφος. Ο Ηρακλής βρέθηκε στην περιοχή στο δρόμο του για τον 11ο άθλο του, την εύρεση του Κήπου των Εσπερίδων.
**ikariamag.gr: Ευχαριστούμε την Πανικαριακή Αδελφότητα Αμερικής και το Ikarian Magazine για τη συνεργασία.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.