Θα το ομολογήσω. Έχω μια εγγενή και αυθόρμητη επιφύλαξη απέναντι στις διασκευές. Όλων των ειδών τις διασκευές. Στη μουσική, στον κινηματογράφο (δηλαδή, πες μου, ποιος ο λόγος να ξαναγυρίσεις τα Φτερά του Έρωτα ή το Ψυχώ, πάμε καλά;), στα βιβλία, παντού. Ίσως είναι θέμα επαγγελματικής διαστροφής, αυτού του υπέρμετρου προστατευτισμού που τρέφουν οι βιβλιοθηκονόμοι για τον δημιουργό και την ακεραιότητα του έργου του, ξέρω γω, ή ίσως απλώς να είμαι ένα πλάσμα της συνήθειας που δεν του αρέσει να του αλλάζεις αυτά που ξέρει και είναι μαθημένο. Όπως και να ‘χει. Δεν τις συμπαθώ.
Μα μετά σκέφτομαι κάτι άλλο. Σάμπως δεν υπάρχουν χίλιοι τρόποι να πεις το ίδιο πράγμα; Ή ακόμα, δεν μπορείς να αποδώσεις χίλια διαφορετικά νοήματα στις ίδιες λέξεις, στους ίδιους ήχους, αλλάζοντας ελάχιστα τον τόνο, την υφή, τη στίξη, το χρώμα; Και εν τέλει, δεν είναι αλήθεια πως ο κάθε αναγνώστης, ακροατής, θεατής, νοηματοδοτεί διαφορετικά το έργο τέχνης, φτάνοντας αυτό να αποκτά πολλές, διαφορετικές και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες υποστάσεις; Γιατί το έργο, το κάθε έργο, είναι ένας πομπός και ο θεατής ο δέκτης. Κι αν το μήνυμα του έργου είναι ένας κώδικας, τότε εξαρτάται από τον δέκτη η αποκωδικοποίηση του. Το τι θα του φανερωθεί είναι τελείως, μα τελείως υποκειμενικό -και ανεξάρτητο από τις προθέσεις του δημιουργού.
Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι και τη σχέση μου με την Ικαρία. Μπορεί εσύ την Ικαρία να την ξέρεις για τα πανηγύρια της, τους γκρούβαλους ή τη μακροζωία. Για τα μαγαζιά που ανοίγουν τη νύχτα και για τους κατοίκους της που δεν ξέρουν τι θα πει άγχος. Ίσως ακόμα να την ξέρεις για τους κομμουνιστές και τις εξορίες, για τον κοινοτισμό και την ελευθεριότητά της. Ή πάλι για τη Μεσαχτή, τους σέρφερς και τα λυγερά, μαυρισμένα κορίτσια με τα μπλεγμένα μαλλιά.
Για μένα πάλι η Ικαρία είναι η παιδική μου ηλικία, τα ατελείωτα ταξίδια με τον Ίκαρο, οι βουτιές από την Κόκκινη, οι σμέρνες και τα καβούρια, οι αχινοί, το πρώτο μου μπικίνι, τα ξαδέρφια μου, η γιαγιά μου να τηγανίζει ψάρια στο τζάκι, τα βότσαλα στην αυλή, οι στέρνες με τους γυρίνους, ο Ηλίας στην αυλή του να με φωνάζει «ραξούνι». Είναι η θεία μου που πλένει με το πράσινο σαπούνι κι απλώνει τ’ ασπρόρουχα στον ήλιο, να τα «ξασπρίσει». Είναι οι άνθρωποι που γελάνε, οι άνθρωποι που κερνάνε. Είναι οι χιλιοειπωμένες ξεκαρδιστικές ιστορίες που κρυφακούγαμε τους μεγάλους να συζητάνε το βράδυ και οι σκιές από τις λάμπες πετρελαίου που χορεύουν στους τοίχους. Είναι ο νοτιάς που φυσάει και παίρνει ο Θεός τον κόσμο, είναι η θάλασσα τη νύχτα.
Είναι οι ναυτικοί, τόσοι πολλοί ναυτικοί. Είναι τα ναυάγια και οι ατελείωτες ώρες κρεμασμένοι πάνω σ’ ένα ραδιόφωνο να περιμένουμε νέα. Οι πυρκαγιές· το θράσος, η απληστία, η δειλία, ο πανικός και η αυταπάρνηση. Είναι οι άνθρωποι που τρέχουν και συντρέχουν σε κάθε ανάγκη, σε κάθε δυστυχία. Κι είναι και η κοινωνία που δεν μπορεί να συνεννοηθεί στο παραμικρό, που αναλώνει όλη της την ενέργεια στα μικρά και αδιαφορεί για τα μεγάλα.
Είναι οι γυναίκες που ράβουνε τα σχολικά ρούχα των παιδιών τους με αποφόρια, κι όμως να, που είναι πάντοτε καθαρά, καλοντυμένα, φροντισμένα και χορτασμένα νιάξιμο κι αγάπη. Είν’ οι θειές που μεγάλωσαν τ’ ανίψια τους σαν δικά τους, και είναι και οι λεχώνες που βρέθηκαν στην Αθήνα να βυζαίνουν βρέφη ξένα για να αναστήσουν την οικογένεια τους.
Είναι οι άνθρωποι που αγαπήσανε τόσο δυνατά που γκρεμίσανε τις βεβαιότητες και τις αγκυλώσεις μια ολόκληρης εποχής. Αυτοί που παλέψανε και νικήσανε. Κι εκείνοι που έχασαν. Είναι η απάρνηση κάθε επιτήδευσης, μα ταυτόχρονα η ευλαβική τήρηση των κανόνων της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς. Και είναι και το χάσιμο, η απώλεια, η παρακμή, και η υπόσχεση πως όλα ξανά θα γίνουν.
Δεν ξέρω αν η Ικαρία η δικιά μου μοιάζει με τη δική σου. Κι οι δυό μας το ίδιο νησί κοιτάμε, μα βλέπουμε άλλα πράγματα. Ίσως ο καθένας μας να έχει στο μυαλό του μια «διασκευή», ένα ατελές απεικόνισμα της αρχικής Ιδέας της Ικαρίας και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Ίσως αν συνδυάσουμε τις εικόνες μας ν’ αναδυθεί το νησί ολόκληρο, ακέραιο, σωστό.
Θα μου πεις, γιατί στα λέω όλα αυτά τώρα στα καλά του καθουμένου; Γιατί, να, είδα χτες αυτή την εκτέλεση του ικαριώτικου από τον Κωστή Μαραβέγια.
Και η πρώτη μου σκέψη ήταν, όχι άλλη μια διασκευή, φτάνει, παιδιά, χορτάσαμε. Μα μετά το άκουσα και είδα ένα μικρό κομματάκι του τόπου μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου που τίποτα κοινό δεν έχουμε, πέρα από την αγάπη μας στην Ικαρία.
Οπότε, αποφάσισα: είναι χρήσιμες οι διασκευές τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Μια ματιά δεν είναι ποτέ αρκετή.
Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com
υγ. Μην κολλήσεις στη διασκευή. Κάτι θέλω να σου πω για την Ικαρία...
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.