Καριωτίνα. Γυναίκα από την Ικαρία. Και κοπέλα. Και κορίτσι. Τι σημασία έχει η ηλικία άλλωστε; Και γεννιέται και γίνεται στην πορεία. Συμπληρώνει το ένα το άλλο. Μαζεύεται έτσι η ενέργεια. Συγκεντρώνεται. Και μόλις κανείς άμοιρος – δίχως μοίρα δηλαδή, αλλά ακόμα δεν το ξέρει, μετά του έρχεται κι αυτουνού η γνώση – περάσει από δίπλα: μπαμ και πάρτον κάτω.
Από την Ικαρία. Σημαίνει, έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα νερού από την Ικαρία. Ξέρετε τι λένε για το νερό στο νησί. Αυτά και χειρότερα. Χειρότερα γιατί πίνει και κρασί από το ίδιο μέρος. Και για το κρασί λένε ακόμη χειρότερα στο νησί. Γυναίκες του νερού και του κρασιού.
- Οι καλομοίρες ζουν ανάμεσά μας, λέει ο παππούς. Και κλείνει το μάτι.
- Και η κακή μου η ανάποδη που έμπλεξα, του απαντάω.
- Στις υγειές σου και γελάει.
- Γιατί αλλάζουν και ομορφαίνουν και άλλο μέσα από το κρασί;
- Γιατί το ξέρουν το κρασί και το κάνουνε κουμάντο. Με τα μάτια το γυρνάνε. Να προσέχεις… ειδάλλως να μην πίνεις.
- Γίνεται;
- Τι από τα δύο;
- Κανένα!
Καριωτίνα από μικρή. Όρθια. Ρασκό κατσίκι. Εκεί στα χώματα και τα παιχνίδια ξεκινάει. Στα χώματα και τα ρουμάνια. Μαλλί αφάνα. Μάτι που γυαλίζει. Πάλι. Από εκεί μέχρι πέρα. Μέχρι τέλους. Και τρέχουν μετά να σωθούν τα κοκόρια. Αζτέκα και Καριωτίνα στην θυσία.
- Ρώτα τα "μαζέματα" να σου πουν, ξαναλέει ο παππούς. Κάτι Κρητικούς ειδικά. Για τράβα ρώτα. Όλοι τους θυμούνται την πρώτη μέρα, νύχτα, λέξη, ματιά. Στα ίσα πήγαν και την πάτησαν.
Καριωτίνα γυναίκα και μάνα και κυρά. Με τις φωνές της και την οικονομία για φιλενάδα της. Οι παλιές τουλάχιστον. Ξέρουν και πότε τα παιδιά θα σπάσουν το κεφάλι τους ή θα πέσουν χάμω ή κάτι θα σπάσουν. Κασσάνδρες.
- Και να σου πω, η γιαγιά μου λέει. Μαγειρεύουμε εμείς. Όχι πίτες και πάλι πίτες. Φαγητό.
- Ναι γιαγιά, το ξέρω. Και κάνετε και σεμεδάκια.
- Βρε, να μου χαθείς. Τι δουλειά έχω εγώ με τις κλωστές; ...Ενώ παραμυθάτε, πάω δίπλα στο Μαράκι να φέρω λίγο λάδι.
- Παραμιλάμε;
- Παραμυθάτε είπα.
- Παραμεθάμε, είπε ο παππούς αυτή τη φορά.
Στην Ικαρία. Και βγαίνουν και βόλτες. Και καφενεδίζουν. Και σκορπίζουν χρόνο. Περισσεύει. Ρασκό. Κρασί. Νερό. Γλυκό και Αλμυρό. Όρθια. Ματιά. Καριωτίνα.
Υστερόγραφο (της γιαγιάς):
- Τι σου έλεγε πάλι πριν; Ιστορίες; Ας μην τον σήκωνα εγώ για χορό εκείνο το βράδυ…
- Εσύ του ζήτησες;
- Ε! Δεν τον πήρα κιόλας απ' το χέρι… Κάπου κοιταχτήκαμε, είχε πάλι πιει ένα γλυκό κρασί απ' του Μαυριάνου… Ας μην ερχόταν να με ζητήσει στο πρώτο βαλσάκι και θα του ‘λεγα εγώ…
Νικόλας Κοντινάκης
nkonti@gmail.com
Για το ρασκό: "Αφ' τα κατσίκια, πάλιν, έχομεν τα ρασκά (άγρια) που 'ναι ξαπολυσώνας στον αθέρα, τα κοπαδίσα που τ' ακολουθεί και τα βόσκει ούλλη μέρα τσουπάνης και τα μαντρίζει το βράδυ, και τα σπιτίσα, του σκοινιού... Τα ρασκά ζουν σαν εφταξούσιοι άρχοντες μεσ' στα ρουμάνια της Νικαριάς. Κάνουν τημ πιο ξένοιαστη, τημ πιο λεύτερη ζωή. Ούλλον το βουνό, ο Αθέρας, αφ' την μιάν άκρε ίσα με την άλληνε, είναι δικός των, καταδικός των..." Αλέξης Πουλιανός, 1976
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κοντινάκη.