Θα το ομολογήσω. Έχω μια εγγενή και αυθόρμητη επιφύλαξη απέναντι στις διασκευές. Όλων των ειδών τις διασκευές. Στη μουσική, στον κινηματογράφο (δηλαδή, πες μου, ποιος ο λόγος να ξαναγυρίσεις τα Φτερά του Έρωτα ή το Ψυχώ, πάμε καλά;), στα βιβλία, παντού. Ίσως είναι θέμα επαγγελματικής διαστροφής, αυτού του υπέρμετρου προστατευτισμού που τρέφουν...
Μια ιστορία για τον Άγγελο Τσαντέ, τον Αγγελή και τον Εμμανουήλ Δρόσο, το Μανολάκι.
Από το 1900 μέχρι το 2000 έγιναν όλα. Όσα δεν μπορούσε να φανταστεί άνθρωπος. Ελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους. Ήρθαν στην Ικαρία τα σπίρτα, ήρθε το πετρέλαιο, το γραμμόφωνο, το ράδιο, ήρθε και η βιομηχανική επανάσταση. Ήρθε η “Ηλεκτρική” στον Άγιο. Ήρθαν οι κούρσες, άνοιξαν αμαξωτοί.
Στην αυλή μου έχω ένα κρεβάτι.
Μικρό, σιδερένιο, με ελατήρια που στενάζουν ελαφρά κάθε φορά που αλλάζεις θέση. Το στρώμα του ξεχειλίζει από τα όρια της κάσας του και αν ξεγελαστείς και γύρεις στις άκρες κινδυνεύεις να μπλάσεις κάτω. Τα σεντόνια του είναι λεπτά, σχεδόν διάφανα από τα χιλιάδες πλυσίματα και τον ήλιο που τα στεγνώνει.
Άλλοι τις τρέμουν, άλλοι απλά ενοχλούνται και για άλλους ένα τσίμπημα είναι θέμα ζωής ή θανάτου. Στην Ικαρία έχουν το δικό τους όνομα. Δεν είναι μέλισσες γιατί δεν φτιάχνουν μέλι και δεν είναι σφήκες γιατί δεν σου κόβουν κομμάτι. Είναι Φαηδόνες και είναι ενοχλητικές, θρασύτατες, αμείλικτες, ανελέητες, ύπουλες, κλέφτρες, αρπακτικές, καταστροφικές, άσχημες, άτριχες και χωρίς προφανές λόγο ύπαρξης. Δεν τις φοβάμαι αλλά τις αντιπαθώ.