Γράφοντας την ιστορία της αγάπης μου για το νησί και ζώντας αυτό το λαβ στόρυ κάθε Πάσχα και Καλοκαίρι, είχα πλέον αφεθεί και από καιρό ξεχάσει πως θέλω να ερωτευτώ και κάποιον άλλο! Πως ψάχνω γι’ αυτόν τον «συμβατό» που θα καταλαβαίνει κάποια βασικά πράγματα για μένα, όπως ότι την κουβαλώ πάντα μαζί μου τη «Νικαριά μου» και δεν πρέπει ποτέ να τολμήσει να με χωρίσει από κείνη!
Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας, ένα σωρό άντρες, μα και γυναίκες, είχαν φύγει από την Ελλάδα για να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό των Συμμάχων. Πάρα πολλοί από αυτούς χάθηκαν, σκοτώθηκαν, δε γύρισαν ποτέ πίσω, αφήνοντας χήρες, ορφανά και μάνες χαροκαμένες.
Ο Αύγουστος έφτασε στο τέλος του. Ο αέρας γίνεται όλο και πιο δυνατός, φυσώντας φύλλα, σκόνη, χαρτοπετσέτες κι άδεια πλαστικά ποτήρια πάνω από την πλατεία. Οι άνθρωποι που εργάζονται στα καφενεία είναι πια κουρασμένοι, οι χαιρετισμοί και οι καλημέρες τους δεν είναι τόσο ζωηρά όσο εβδομάδες πριν. Επιβραδύνεται η ζωή στις παραλίες και στους δρόμους.