Νύχτωσε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πάει στα μέρη του Αγίου, το χωριό του όμως ήταν από την «άλλη πάντα» και το πέρασμα απ’ το Κακό Καταβασίδι ήταν αδύνατο βραδιάτικα. Πάει στην πλατεία της Πλαγιάς, το τελευταίο χωριό πριν απ’ το πέρασμα, δένει το γαϊδουράκι του σ’ ένα δέντρο και μπαίνει στον καφενέ.
Μυστήριοι, σκοτάδι βαθύ. Σκοτάδι που υπάρχει μέσα μας, αγέννητοι ακόμα, στη μήτρα, τα στρίμματα αυτά η πρώτη πρώτη μάχη της οργανικής φύσης μας με την ανόργανη ζωή. Αυτό το σκοτάδι είναι που μας γνωρίζει στον τόπο, αρπά τον ομφαλό κι ορίζει· κολαουζιέρης Καλυμνιός, κρεμά ψυχές και σώματα για να τα φέρει ατόφια. Μα έχει μια δύναμη, διαολεμένη δύναμη, κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει.
Μετά την οδύσσεια 17 ωρών, μέσα στο καράβι των αμφιβολιών και των ερωτηματικών, με συνθήκες που θυμίζουν παλιές ιστορίες του παππού και της γιαγιάς, και αντιμετώπιση από τους υπεύθυνους άκρως υποτιμητική, πατάς το πόδι σου στο ταλαιπωρημένο από τις προσκρούσεις λιμάνι για να μοιραστείς τον πόνο σου.. Σε κάποιες περιπτώσεις η απάντηση είναι αποστομωτική: «Αυτά έχει η παραμεθόριος».
Ναι, το ξέρω ειναι ανόητο και μάταιο να κάνει κανείς μαθήματα ηθικής, ευαισθησίας και ανθρωπιάς μέσω Ίντερνετ. Είναι επίσης ανόητο να εξηγήσεις τη ματαιότητα σε ανθρώπους που σχολιάζουν ακομα και τον καιρό διαδικτυακά. Ωστόσο αυτο που παγώνει το αίμα ακομα περισσότερο κι απο πνιγμένους ανθρώπους, ειναι οι αντιδράσεις στην είδηση του πνιγμού.