Το έχουν, λέει, έξι εκατομμύρια Έλληνες και πολύ σύντομα θα το έχουν και οι υπόλοιποι. Δε θέλει πολύ κλικ κλικ. Άρα, σκέφτηκα, το λίγο που θέλει το έχω. Μου βγήκαν τα κομπλεξικά μου που συνήθως είναι εκείνα της κατωτερότητας. Ζω σ’ ένα νησί με πολλά προβλήματα και ελλείψεις. Δεν υπάρχει επάρκεια ειδικοτήτων να στελεχώσουν το νοσοκομείο. Η επικοινωνία δια θαλάσσης είναι ελλιπής και συχνά επισφαλής. Οι δρόμοι έχουν τη χειρότερη χάραξη, είναι γεμάτοι κακοτεχνίες και χωρίς την παραμικρή συντήρηση. Θέλησα λοιπόν να έχω κι εγώ κάτι που απολαμβάνουν οι πολίτες σε όλη την επικράτεια. Να νιώσω τι σημαίνει ισότητα για όλους. Μόλις άκουσα λοιπόν ότι το ψηφιακό σήμα θα είναι σύντομα κοντά μας, αποφάσισα να πάω να το δω πρώτος.
Ένα ωραίο πρωί ανέβηκα στο βουνό για να είμαι πιο κοντά στις κεραίες. Έφτασα στον Άγιο Ονούφριο, λίγα μέτρα από την κορυφογραμμή, στη νότια πλευρά του νησιού. Ήμουν στο σωστό ύψος και στη σωστή απόσταση. Μπροστά μου, σκόρπια στο πέλαγος, τα νησιά των Φούρνων, της Πάτμου, της Δονούσας, της Αμοργού.
Οι ώρες περνούσαν, μου ήρθε πείνα ενώ βαριά σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους από τη δύση. Έφαγα το ψωμοτύρι μου και ήπια ένα τσιπουράκι που ταιριάζει πάντα όπως το αλάτι σε όλες τις τροφές. Τα σύννεφα πύκνωναν και κατέβαιναν χαμηλότερα, κανονικά θα έπρεπε να πάρω το δρόμο του γυρισμού. Είχα όμως πεισμώσει, ήθελα να δω το σήμα να έρχεται παρόλο που δεν ήξερα τι μορφή έχει και με τι είδους μέσο ταξιδεύει.
Άρχισαν να ακούγονται πολλές διαδοχικές βροντές. Προσπάθησα να μετακινηθώ στη βόρεια πλευρά του βουνού, αν βιαζόμουν θα προλάβαινα να φτάσω στο σπίτι του Τούρκου, σ’ εκείνο το εγκαταλειμμένο μαντρί. Ξαφνικά είδα μόνο μια εκτυφλωτική λάμψη κι ένιωσα ένα τράνταγμα. Από τα σύννεφα κατέβαιναν όμορφοι νέοι γιατροί με τις ποδιές τους, καβάλα σε κάτασπρα άλογα. Από τ’ ανοιχτά έφταναν γρήγορα καράβια χτισμένα στα μεγαλύτερα ναυπηγεία της Κορέας και της Σουηδίας. Χιλιάδες αφοσιωμένοι χαμογελαστοί εργάτες έχτιζαν το Αμάλου, από το Λαγουδάτο μέχρι το Κοτσορνιθάτο. ωραιότερο από πριν.
Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου νόμισα ότι έγινε η Δευτέρα Παρουσία. Μου χρειάστηκαν δύο μισοβρεγμένα τσιγάρα για να καταλάβω ότι βρισκόμουν πενήντα μέτρα έξω από το μονοπάτι, χτυπημένος από έναν κεραυνό. Μου χρειάστηκαν επίσης δύο τσίπουρα για να αγνοήσω τα πονεμένα μου κόκαλα και να σηκωθώ.
Τ’ άλογα βούτηξαν στη θάλασσα, οι αναβάτες τους έγιναν χαλκομανία στην άσφαλτο, κάτω από τους οδοστρωτήρες που κατάπιναν τα χιλιόμετρα του νέου οδικού δικτύου. Τα πλοία ανέβηκαν στον ουρανό και μόνο ένα ακούστηκε να σφυρίζει, λίγο πριν χαθεί πίσω από τον Άλφα του Κενταύρου. Οι εργάτες έφευγαν για να χτίσουν μια ομορφότερη ραδιενεργή Ιαπωνία σφυρίζοντας εκείνο το τραγούδι που πάει κάπως έτσι: «αδέσποτες χορεύουν οι ζωές μας, ξηλώνουν και τους εφτά ουρανούς…»
Πήρα το δρόμο να γυρίσω στο σπίτι. Είχα το ίδιο κλικ κλικ με την προηγούμενη μέρα, ούτε στάλα επιφοίτησης. Με καμένα τα μαλλιά και τα φρύδια, καψαλισμένα ακόμα και τα ματοτσίνορα, έπρεπε να κρυφτώ στο σπίτι, τουλάχιστον για λίγες μέρες. Ευτυχώς είχα για παρηγοριά την τηλεόραση, η εικόνα της ανήκε πλέον στη νέα ψηφιακή εποχή.
Γιάννης Κέφαλος
jianniskefalos@yahoo.gr