Όταν μου σφίξεις το χέρι, συνήθως λέω απλά το όνομα μου. Αν με γνωρίσεις λίγο καλύτερα όμως θα ακούσεις το «Αγύριστο κεφάλι, καριώτικη καρδιά» που μου προσάπτουν και τα περιγράφει όλα. Οι φίλοι μου, λένε ότι είμαι από την Ικαρία σαν χαρακτηριστικό βιογραφικού. Άλλοι λένε για την δουλειά τους, όχι εγώ. Όσοι έχουν έρθει στο νησί το έχουν αγαπήσει. Από τη δεύτερη φορά κιόλας το λένε σπίτι τους και έχουν αποκτήσει συνήθειες καριώτικες.
Καριώτισσα λοιπόν με ιστορικό μητριαρχικής οικογένειας. Η γιαγιά γεννημένη στη Σμύρνη απο καριώτισσα μάνα, ήρθε στο νησί με την καταστροφή, μωρό ακόμα. Στα 20 της είχε ήδη την μανά μου, το πρώτο παιδί της οικογένειας και δεύτερη μάνα για σχεδόν όλα τα αδέρφια της. Ακολούθησαν αλλά 6 παιδιά (κλασικά για την εποχή), καμία 25αριά εγγόνια και από δισέγγονα… ακόμα συνεχίζουμε.
Μεγάλη οικογένεια να την κουμαντάρεις μιας και ο παππούς μάς άφησε σχετικά νωρίς αλλά με το βασικό του κανόνα να υπενθυμίζει πως όλα μπορούν να κυλάνε ομαλά: «Είσαστε αδέλφια, να ξεχνάτε τ’ άλλα.»
Αγωνίες για όλους και για όλα, με τον καιρό είδα πως είναι σχεδόν αδύνατο να μην αγαπάς την οικογένεια σου. Καλοκαίρια με τα ξαδέρφια (την πρώτη γενιά, γιατί ακολούθησαν πολλά ακόμα) να ανεβαίνουμε σε συκιές, ελιές και πεύκους, να κατεβαίνουμε με φόρα το μονοπάτι που οδηγεί στα «παλιά». Χαμόσπιτα λίγο πιο πάνω απο τον Μύρσωνα. Να κυνηγάμε βατράχια και να τρομάζουμε ο ένας τον άλλον με δήθεν εικόνες από ανύπαρκτα νερόφιδα. Φωνές μέσα στα ρουμάνια και κυνηγητό και παιχνίδια αυτοσχέδια. Μεσημεριανός, αναγκαστικός ύπνος. Και ύστερα, ξανά βόλτες μέχρι τον Αγ.Παντελεήμονα και ακόμα πιο πέρα μέχρι να χαθεί ο ήλιος πίσω από τον Αρμενιστή.
Να σκαρφαλώνεις στον πιο ψηλό βράχο για να φωνάξεις με αλαλια τα νέα και στο βάθος το Ικάριο να αγκαλιάζει τη φωνή σου. Νύχτες γεμάτες αστέρια και κάθε τόσο ένα φεγγάρι (να!) ολόγιομο να σε αφήνει να περπατάς στα μονοπάτια, από το καμπάκι μέχρι τη δεξαμενή, δίχως φακό. Αμέτρητα γέλια και χαρές και άλλες τόσες λύπες, δεν τις αλλάζω με τίποτα. Κάθε βουτιά στα κύματα, κάθε βόλτα με μηχανάκια, κάθε τσαλίμι σε οποίο πανηγύρι και αν πήγα.
Ακόμα σήμερα γυρνάω κάθε φορά με καινούργιες αναμνήσεις, σε κάθε νοσταλγία καταλήγω πάντα σ’ ένα καλοκαιρινό βράδυ στη Μεσακτή, να ακούω απο το Γιαλισκάρι να παίζει το βιολί και την τσαμπουνοφυλακά από το Μάραθο να χτυπάει στο στήθος μου.
Με καθορίζει και σήμερα και ας μην μεγάλωσα ποτέ εκεί. Εκεί θέλω να ζήσω, να πεθάνω.
Χρύσα Γκάγκωση
gchryssa@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.