Κοιτώντας απ' έξω προς τα μέσα βλέπεις τα ερείπια απ' τη στέγη που κατέρρευσε πια.
Κι όμως, σα να ήταν χτες που είχε στο ράφι τα βαζάκια με το γλυκό, τα άνυδρα ντοματάκια που κρέμονταν από την οροφή, τον μπότο με γάλα πρόσφατα αρμεγμένο στο τραπέζι και καθούρες στην άρμη να σκληραίνουν και να νοστιμίζουν με τις μέρες που κυλούσαν αργά-αργά. Πίσω από τα συκόφυλλα, που δεν υπήρχαν τότε, το γυναικείο πρόσωπο με το ζεστό χαμόγελο και τις καλές κουβέντες, έπαιρνε φύλλα από εφημερίδες, τα έβρεχε με ξύδι από τη γυάλινη μπουκάλα και καθάριζε με επιμέλεια τα τζάμια.
Αν πας από τη μέσα μεριά και κοιτάξεις από το παράθυρο, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το ίδιο φως από τις ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου που πασχίζουν να βρουν μια διέξοδο ανάμεσα στο πυκνό φύλλωμα από τη συκιά, το μονοπάτι άθικτο, χωρίς να λείπει ούτε μια πλάκα, λες και καρτερεί τα γνωστά βήματα αγαπημένων.
Κι απ' έξω κι από μέσα εκείνη που επικράτησε στο τέλος, φερμένη απ' άλλα μέρη, ξένη. Η σιωπή. Δεν ξέρει «Καλημέρα», «Καλό ξημέρωμα», το «Ήντα κάνετε», το «Για πού το 'βαλες»...
Χτυπά στα μηνίγγια και παρασυνεικάζεις. Σκύβεις με λαχτάρα και κολλάς το πρόσωπο στα θολά τζάμια. Βάζεις τα δυο χέρια πλάι στα μάτια να σκιάζουν το σήμερα και γυρνάς πίσω, καθώς οι κόρες κινούνται γύρω-γύρω στα χαλάσματα. Την ψάχνεις. Μάταια.
Εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι μόνο η ταλαιπωρημένη αυλή με τα μπάζα και στο βάθος ορθώνεται μπροστά σου το καινούριο, διώροφο με μπαλκόνι κι αλουμίνια πορτοπαράθυρα. Κλειστά. Άνθρωπος κανείς. Οι μνήμες δεν τ' ακολουθούν. Με μια ψυχρή τελειότητα που σε κάνει να μη θες να το πλησιάσεις.
Ετούτο ήταν η ύβρις, συλλογίζεσαι, καθώς η χώρα θάβει μια-μια τις αναμνήσεις της ευημερίας και πέφτει αναστενάζοντας υπό το βάρος των χρημάτων που ξοδεύτηκαν για ένα …καλύτερο αύριο με καλοριφέρ, πλακάκια, κλιματιστικά και κάθε λογής ανέσεις. Θάφτηκαν κι οι συνταγές για το καλό γλυκό κι η όρεξη ακόμη. Για κουβέντες, καλωσορίσματα και καφεδάκια στις αυλές.
Συνεχίζεις το μονοπάτι. Μια υποψία σε πιάνει αγκαζέ. Ποιος ξέρει; Μπορεί ν' ανταμωθούμε στα χωράφια. Ή κοιτώντας από το παραθύρι κάνοντας τα σωστά όνειρα τούτη τη φορά. Μαζί, με άδειες τσέπες και χαμόγελα κοιτάζοντας από τα μέσα μας τον έξω κόσμο, που θα ΄χει μόνο δροσιά, χαμόγελα και κάνα δυο φιλήσυχους γειτόνους. Αρκούσε τότε. Γιατί όχι;
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr