ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - της Δέσποινας Σιμάκη

Η Δέσποινα Σιμάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ικαρία. Με το όνειρο να εγκαταλείψει τα αγροτικά της καθήκοντα έβαλε πλώρη για Φιλοσοφικές και τέτοια. Αφού έζησε κάμποσο στη συμπρωτεύουσα κατέληξε στην πολύβουη κι επικίνδυνη πλέον Αθήνα, ευτυχώς έχοντας πάντα δίπλα της παιδικά μουτράκια και μπόλικα χαμόγελα. Μα τ’ όνειρο της εγκατάλειψης έγινε όνειρο επιστροφής και δε χάνει καμιά ευκαιρία για πισωγυρίσματα στα μονοπάτια και στις ραχούλες τις καριώτικες ή στις ιστορίες που άκουγε μικρή και που τώρα πια, στην ωριμότητα, φαντάζουν μοναδικές και παραμυθένιες.

της Δέσποινας Σιμάκη

Καμιά φορά πετώ. Κι όταν πετώ, κάνω θαύματα. Ή έτσι νιώθω, τέλος πάντων. Πως μπορώ να κάνω θαύματα. Σημαντικό. Ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα. Άλλες φορές κάθομαι ήσυχη και φιλοσοφώ. Δεν θέλω άνθρωπο κοντά μου. Να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου τότε. Κι όταν πετώ πάλι, να το σεβαστείς.

Οι Καριωτίνες είναι όμορφες. Είναι όμορφες στα είκοσι, στα εξήντα, στα ογδόντα, στα πανηγύρια, στην ψυχή ακόμη και στις λύπες τους. Τα τελευταία χρόνια περιποιούνται τον εαυτό τους κιόλας. Μα πιο όμορφες δε γίνανε.

Εκείνος την κρατά γερά με τα δυο του δυνατά χέρια. Κι εκείνη αφήνεται σ’ αυτά και κάνει τα βήματα που ταιριάζουν στο σκοπό τους. Δεν έχει σημασία πού και πότε.

Η Σουσάνα, που λες, ήτανε μια αιθέρια ύπαρξη που έζησε στο νου ενός συμπατριώτη μας από την Πλαγιά τον περασμένο αιώνα. Σαν γιόρταζε κανείς άγιος, ο εμπνευστής της την κουβαλούσε πηγαίνοντας με τα πόδια στο πανηγύρι, την κουβαλούσε και τη γνώριζε στους συμπατριώτες του. Αργότερα την έμαθαν όλοι, την αγάπησαν κι αποζητούσαν με λαχτάρα να την ξαναδούν.

Πρωινό καλοκαιριού στην αυλή. Σκουπίζω. Ένας γείτονας, παιδικός φίλος του πατέρα μου, κοντοφθάνει με το κεφάλι σκυφτό.
-Βρε καλώς τον!
- Καλημέρα, παιδί μου. Πού είναι οι δικοί σου;

Την Κυριακήν της 9ης Νοεμβρίου ο διακεκριμένος καθηγητής κ. Αρ. Φουτρίδης έδωκε υπό πολυπληθούς ακροατηρίου μιαν υπέροχον διάλεξιν περί του έργου του αειμνήστου ποιητού Γεωργίου Σουρή.

Απ’ το δώμα του Πλάστη σταλμένη{...} στο μικρό αλλ’ ανδρείο νησί. Το σιγοτραγουδούσαμε παιδιά και καμαρώναμε. Κι άμα ερχόντανε τ’ Αθηναιάκια στο νησί, εμείς ξιπαζόμασταν «...γιατί εμείς έχουμε και δικό μας ύμνο! Αμέεε... Εσείς έχετε;»

Ύστερα εκείνη πήγε στις φίλες της. Κι εκείνος σε μια ντίσκο στον Αρμενιστή. Τους είδαμε όλοι καθώς γυρνούσαν αγκαλιά από το λιμάνι. Ήτανε μια όμορφη ανοιξιάτικη νύχτα.

Χτες άλλαξε ο χρόνος. Μπήκε το 2013 και χαρά δεν είχε. Δυο τρεις γνωστοί τη συνάντησαν στο δρόμο και της είπαν να τους ακολουθήσει στο χαιρέτιο. Τους είπε πως θα πάει, αλλά προτίμησε να κάτσει πλάι στο τζάκι. Έτσι κι αλλιώς, είχε να βγει για κάλαντα είκοσι χρόνια και βάλε.

09/11/2015 - 10:23Τίνος είσαι;

Στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων. Ήθελε κάνα τέταρτο για να ξεκινήσει το λεωφορείο. Κοιτάζω τριγύρω για παρέα, βλέπω τρεις μαυροφορεμένες γιαγιάδες με σκαμμένο πρόσωπο, με κάπως σκληρό βλέμμα, αλλά ευθύ και διαπεραστικό, γνήσιες Ηπειρώτισσες, όπως αυτές που συναντά κανείς στις μαγικές φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα. Τέλεια! Παίρνω μια καρέκλα και χωρίς δισταγμό κάθομαι στην παρέα τους. Με κοιτάζουν με απορία.

Σελίδες

ikariastore banner