ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - της Δέσποινας Σιμάκη
της Δέσποινας Σιμάκη
Μόνο μια φράση της Γιαγιάς είχα στο μυαλό μου, καθώς έψαχνα την ιστορία του πλοίου: Δώδεκα μέρες ήκαμε ο πάππους σας στο πέλαγος. Ναύτη τον πήρανε από τη Βηρυτό που ‘μασταν πρόσφυγες. Τον είχαμε για χαμένο... Μισοπεθαμένος βγήκε στη Βραζιλία μες σε μια βάρκα... Αλλά τα κατάφερε. Έτσι να παλεύετε κι εσείς, να μην τα παρατάτε ποτέ...
Νύχτωσε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πάει στα μέρη του Αγίου, το χωριό του όμως ήταν από την «άλλη πάντα» και το πέρασμα απ’ το Κακό Καταβασίδι ήταν αδύνατο βραδιάτικα. Πάει στην πλατεία της Πλαγιάς, το τελευταίο χωριό πριν απ’ το πέρασμα, δένει το γαϊδουράκι του σ’ ένα δέντρο και μπαίνει στον καφενέ.
Ο Κώστας κάθεται στον πάγκο έξω από τον καφενέ του στον Άγιο Πολύκαρπο. Είναι και ψιλικατζίδικο. Ο ανιψιός αγουροξυπνημένος του ζητά τσιγάρα κι εκείνος προσπαθεί για πολλοστή φορά να τον αποτρέψει. Πάντα εξοργίζεται με την παραγγελιά, όποιος και να την κάμει. Γι’ αυτό και τα τσιγάρα είναι κρυμμένα στην αμπάρα, μπας και δε μπούνε στον πειρασμό οι πελάτες. Δε θέλει τέτοιο κέρδος…
Την ξύλινη σκάλα που ένωνε τις δυο κατοικίες δεν την ανεβαίναμε ποτέ. Μόνο η μάνα και μόνο όταν την καλούσαν οι σπιτονοικοκύρηδες. Αυτό συνέβαινε συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Όταν άρχιζαν «Οι Πανθέοι». Μας είχε ήδη τακτοποιήσει στα κρεβάτια μας, μας είχε πει κι από ένα παραμύθι και μετά, μόλις ακουγόταν η μουσική των τίτλων, έσιαχνε τα μαλλιά και τη ρόμπα, περίμενε κάνα λεπτό,