ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - της Δέσποινας Σιμάκη
της Δέσποινας Σιμάκη
Στις καφετέριες προτιμώ το νες. Το ίδιο και στο σπίτι στην Αθήνα. Μα στο νησί δε χαλάω την παρέα. Ελληνικός καφές πάντα. Στην αυλή συνήθως. Βάζουμε τα φλιτζανάκια στο τραπέζι κι η θεία με το τεράστιο μπρίκι που αχνίζει μας σερβίρει. Πίνουμε αργά αργά κουβεντιάζοντας τα νέα του χωριού, σπανίως της χώρας κι ακόμη πιο σπάνια τα προσωπικά μας.
Τα ένσημα του ΙΚΑ δεν αρκούν πια. Του ΤΕΒΕ κοστίζουν πολύ και αρκετοί από τους γνωστούς, κλείνουν απογοητευμένοι τα βιβλία τους. Οι εισφορές στον ΟΓΑ αυξάνονται. Οι συγχωνεύσεις νοσοκομείων δεν είναι πια μόνο σενάριο. Τα ιατρικά κέντρα θα γίνουν κι αυτά ευκολοχώνευτη τροφή μια και μασήθηκε τόσο καιρό στα δόντια του τέρατος.
Ο Σουφλιάς είχε κάποτε τον καφενέ στο Καραβόσταμο, εκείνον που στέκει ακόμη πλάι στις βάρκες στο γιαλό, ο κοντινότερος στο φλοίσβο. Είχε και μια καλότατη, αγαθή γυναίκα, είχε και παιδιά πολλά, ορφανά, που τα μεγάλωνε ο ίδιος χωρίς τίποτα να τους λείψει. Είχε κι ένα πνεύμα μοναδικό, του ‘ρεσε να περιπαίζει, να κουρντίζει τους ανθρώπους.
Την ιστορία την άκουσα στον Κακαρόκαμπο. Αυτό το περίεργο όνομα έχει ένα πανέμορφο οροπέδιο στο κέντρο του νησιού. Γύρω-γύρω πανύψηλα πεύκα και στη μέση μια όαση που έχει όλο τον πλούτο της γης. Μελίσσια, αμπέλια, ελιές, κήπους κι ένα μικρό σπιτάκι στη μέση με τους πιο φιλόξενους ανθρώπους. Πάω για ν’ αγοράσω μέλι, κυρίως όμως για ν’ απολαύσω μοναδικές στιγμές χαλάρωσης.
Ένα μεγαλούτσικο κτήμα είναι στη μέση του χωριού. Χώμα και τοιχαλάκια. Μα στο πάνω πεζούλι δεσπόζουν δυο τεράστιες βελανιδιές η μια κολλητά στην άλλη. Τριγύρω τους μεγαλώσαμε, πότε κρυβόμασταν από τους γονείς, πότε σκαρφαλώναμε στους κορμούς, πότε βγάζαμε φωτογραφία τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα κλαριά...