Η ηρωίδα μας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Λιθί της Χίου. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έκανε οικογένεια, εκεί γέρασε. Όλα με δυσκολίες. Ό,τι εμείς φέρνουμε στο μυαλό μας και τρέμουμε με τη σκέψη τους και μόνο, εκείνη τα ‘ζησε ένα ένα. Στερήσεις, πολέμους, κακουχίες, αποχωρισμούς… Χήρεψε νωρίς. Τα παιδιά της, μόλις στάθηκαν στα πόδια τους, την αποχαιρέτησαν. Αμερική. Δεν γύρισαν ποτέ… Όχι μόνο τα παιδιά, μα και πολλοί συγγενείς, φίλοι, γειτόνοι. Έμεινε μόνη σχεδόν στο χωριό. Κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους αποκαρδιωμένη. Η μοίρα όμως είχε αφήσει κι υπόλοιπο. Ξεσπά ο δεύτερος παγκόσμιος. Έρχονται οι κατακτητές. Δεν απομένει μήτε σπόρος μήτε ζωντανό. Κατεβαίνει στη Χώρα, μαθαίνει για τη βάρκα, μπαίνει. Σαν υπνωτισμένη. Από τη Μικρά Ασία στη Βηρυτό.
Εκεί τη γνώρισε. Μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο. Μια τυραννισμένη γυναίκα όπως κι εκείνη. Την έλεγαν Μαρίκα και η καταγωγή της ήταν από το Καραβόσταμο της Νικαριάς. Η Μαρίκα είχε μαζί και τα μωρά. Και μια καλοσύνη που δεν είχε ξανασυναντήσει σε άνθρωπο. Η δικιά μας η ηρωίδα κόντευε να ξεχάσει τ’ όνομά της κι ούτε που την ένοιαζε. Έτσι που ‘χε γίνει μια μάζα με τους ξεριζωμένους Καριώτες αποδέχτηκε τον προσδιορισμό που την έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Ήταν πια η Λιθινομούσαινα. Μια «ξένη» που γρήγορα εγίνηκε δικός τους άνθρωπος. Γνώρισε τα έθιμα των Ικαριωτών, δανείστηκε το κέφι τους και τη ζωντάνια τους, πήγε σε γάμους και γλέντια που έγιναν στην ξένη χώρα, χόρεψε το «τούτη η γης που την πατούμε….», αγάπησε κι αγαπήθηκε από την αρχή. Με τη Μαρίκα φίλες και αδερφές. Κόρη και μάνα. Τα παιδιά της ‘γίναν τα εγγόνια που δεν είδε ποτέ από κοντά. Το ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε, ένα από τα καλύτερα της πόλης, γίνηκε το σπίτι της. Είχανε δική τους φουφού, τσάι ζεστό, κατσαρολικά γυαλισμένα, στρωσίδια καθαρά. Κι αγάπη. Ο ένας με τον άλλο και κυρίως η Μαρίκα, τα παιδιά κι η Λιθινομούσαινα. Μια γροθιά. Τόση ανέλπιστη χαρά μες τη δυστυχία… Σε χώρα του εξωτερικού, στο «Παρίσι της Ανατολής», για δες, με φίλους και δικούς, με γέλια και φωνές.
Μα κείνοι οι άτιμοι οι Καριώτες ησυχασμό δεν είχανε. Τους έτρωγε η νοσταλγία. Και μόλις κάμανε να φύγουν οι ξένοι, ακόμη δεν τα ‘χανε μαζέψει καλά καλά, πήγανε μια και δυο στην 9η Μεραρχία. Να παραπονεθούνε όλοι μαζί που ακόμη δεν είχε κανονιστεί το δρομολόγιο για το νησί.
Έμαθε για τη διαμαρτυρία, την κυρίευσε μια οργή πρωτόγνωρη, γύριζε όλη μέρα στους δρόμους της πόλης, τους πολύβουους, τους αρωματισμένους με ζωή και μπαχάρια. Σκεφτόταν τη σιωπή που την καρτερούσε πίσω. Το βραδάκι πήγε στο δωμάτιο με την τελευταία ελπίδα στη φιλενάδα που της είχε υποσχεθεί πως δε θα την αφήσει ποτέ ξανά μόνη. Σκύβει στο αυτί της καθώς λαγοκοιμότανε περιμένοντάς την.
-Πήγες κι εσύ, Μαρίκα, στην 9η;
-Πήγα.
Ξαπλώνει, δεν κλείνει μάτι όλη νύχτα και την άλλη μέρα της απευθύνει την τελευταία κουβέντα.
-Μια τρύπα στο νερό κάματε, Μαρίκα. Να πάτε όπου θέλετε, εγώ θα μείνω εδώ να κάμω την προσφυγιά μου. Θα κάμω την προσφυγιά μου σαν άνθρωπος. Τ’ ακούς;
Το ίδιο έλεγε σ’ όλους από κει κι έπειτα. Λένε πως ήταν η μόνη που έκλαιγε όταν έφευγαν. Η Μαρίκα δεν την είδε καν. Έβλεπε μόνο το γιαλό του Καραβοστάμου, τα σπίτια τα έρημα που θα ξαναγέμιζαν ζωή. Χαιρετούσε το όμορφο μέλλον. Δεν χωρούσε μέσα της καμιά θλίψη τώρα πια, όπως πριν δε χωρούσε καμιά χαρά. Δεν είδε ποτέ την προσφυγιά αλλιώς...
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.