Γνωστό κοιλιόδουλο πλάσμα στην πολύ κοντινή παρέα. Μπορεί και λίγο παραπέρα, αν μου ξεφύγει άθελα μου η σιελόρροια. Λιχούδα και περίεργη. Να μασουλάω διαρκώς θέλω. Και του διπλανού μου ει δυνατον, γιατί ως γνωστόν το ξένο είναι πάντα πιο ωραίο. «Ο έρωτας περνάει από το στομάχι», «καλύτερα να με ντύνεις παρά να με ταΐζεις» και για άλλα τέτοια, υπάρχω στον κόσμο τούτο, για να τους δίνω νόημα. Μπορώ να σε αγαπήσω για ένα αυγό τηγανητό. Μπορώ να ταξιδέψω χιλιόμετρα μόνο και μόνο για το σωστό παϊδάκι. Μπορώ να κλαίω για ώρες πάνω από μία λεκάνη με κρεμμυδάκια για το τέλειο στιφάδο. Ενόσω τρώω, ονειρεύομαι το αυριανό φαγητό...
Θα σου πω λοιπόν μια ιστορία, για το πώς πιστεύω πως ξεκίνησαν όλα. Είναι μια ιστορία ικαριώτικη. Ή μάλλον μία συνταγή ικαριώτικη. Πάρε χαρτί και μολύβι.
Τα παιδικά μου θερινά χρόνια τα πέρναγα στο Τραπάλου. Είναι ένα χωριό της Ικαρίας, όχι σαν όλα τ' άλλα. Τουλάχιστον έτσι φαντάζει στα δικά μου μάτια. Είναι διαφορετικό. Να κάνω μία παρένθεση και να σου δικαιολογήσω τον ενεστώτα χρόνο του ρήματος ''είναι''. Είναι στη μνήμη μου, στις αναμνήσεις μου. Έχει υποστεί αλλαγές στο χρόνο, που αν με ρωτήσεις θα προτιμούσα να μην έχουν γίνει. Θα προτιμούσα να μην έχουν ποτέ καταφθάσει οι πυλώνες του ηλεκτρικού, αν και είχε στηθεί τρελό γλέντι όταν άναψε για πρώτη φορά λάμπα στο χωρίο, θα προτιμούσα να μην έχει ανοίξει ο δρόμος και να ήμασταν αποκλεισμένοι και ξεχασμένοι από το υπόλοιπο νησί, θα προτιμούσα τέλος πάντων αυτή την πρωτόγονη και παλαιολιθική εποχή μιας διαβίωσης που μας δυσκόλευε, αλλά στο τέλος τα καταφέρναμε.
Θα σας μιλήσω λοιπόν για το χωριό του τότε, καμιά δεκαπενταετία χρόνια πίσω και όλοι θα παριστάνουμε ότι ανήκει ακόμα στο παρόν:
Είναι λοιπόν. Είναι το πιο όμορφο χωριό. Είναι το δικό μου πιο όμορφο χωριό. Και το σπίτι μας, το πιο όμορφο σπίτι, είναι το δικό μας.
Είναι μικρό το Τραπάλου. Είμαστε όλα κ όλα είκοσι σπίτια. Μπορεί να λέω και πολλά. Έχουμε μία παραλία με τεράστια βότσαλα* για να σπας τα νύχια σου και δύο μόλους. Ο ένας για βουτιές και ο άλλος να πιάνει η βάρκα του θείου Σούλη. Συγκοινωνία, καμία. Μόνο τον Καρναβά. Ένα καΐκι που εκτελεί το δρομολόγιο Άγιος Κήρυκος - Καρκινάγρι και αγκυροβολεί σε μας όποτε του κάνουμε σινιάλο με τον καθρέφτη. Αλλιώς μάς προσπερνά. Ένα εκκλησάκι, ένα νεκροταφείο και ένα κοινοτικό τηλέφωνο. Στο χάρτη δεν είμαστε καταγεγραμμένοι ακόμα.
Το σπίτι μας έχει μια λιθόστρωτη αυλή με βότσαλα από την παραλία, όπου κάπου στη μεταφορά τους ο μπαμπάς μου έχασε το μεγάλο του νύχι. Στο μυαλό μου τότε, η σωστή χρονολογική σειρά, ήταν ότι οι μεγάλοι πρώτα έστρωσαν την αυλή και μετά χώρεσαν το σπίτι. Αλλιώς δεν δικαιολογούνταν τόση αρμονία. Έχει μια εξωτερική τουαλέτα χωρίς ντουζιέρα και κομφόρ γενικότερα. Μία πελώρια μουριά, από τα λίγα πράγματα που δεν άλλαξαν. Μόνο που μεγαλώνουν τα κλαδιά της ανά τα χρόνια άρα και η σκιά της λες και ξέρει ότι πληθαίνει και η οικογένεια μας αντίστοιχα. Δύο βρύσες, η μία εξυπηρετεί να πλένουμε τα πόδια μας και να ξεδιψάει τον θείο Πέτρο που συνεχώς γυροφέρνει και η άλλη να την ξεχνάμε τα παιδιά ανοιχτή και να φωνάζει η γιαγιά μας. Μια κληματαριά και πολλές γλάστρες με βασιλικό.
Μεγαλώνοντας μόνο κατάλαβα γιατί χρειάζονται τόοοοσες γλάστρες με βασιλικό σε ένα τόσο δα μικρό σπιτάκι. Χρησιμεύουν στο φαγητό. Σ’ ένα και μοναδικό φαγητό. Τουλάχιστον αυτό θυμάμαι. Τη μακαρονάδα της γιαγιάς.
Παίρνεις λοιπόν μακαρόνια, κατά προτίμηση Νο5 με τρύπες και περσινό πακέτο. Μάρκα ''Ήλιος'', αυτά στο κίτρινο πακέτο και την μπλέ ετικέτα. Το βρίσκεις στο μπακάλικο του διπλανού χωριού. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι να το έχεις καλά φυλάξει από το προηγούμενο καλοκαίρι σε ένα τσίγκινο σκουριασμένο κουτί από μπισκότα ''Πτι- Μπερ Παπαδοπούλου'', καταχωνιασμένο σε μια σκοτεινή και προφυλαγμένη από υγρασία καταπακτή στο πάτωμα. Αν δεν έχεις καταπακτή στο πάτωμα, δυστυχώς δεν μπορείς να εκτελέσεις τη συγκεκριμένη συνταγή. Μερικές χρονιές δεν έπιανε η σωστή αποθήκευση των τροφίμων στη σκοτεινή τρύπα, και όλα τα σακουλάκια γέμιζαν με ιπτάμενα ζουζούνια που είχαν βρει την καλή, τους λεγόμενους σκώρους, αλλά εσένα αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να σε πτοεί. Συνεχίζεις τη συνταγή με ή χωρίς την παρουσία αυτών των ζωυφίων.
Γεμίζεις μία κατσαρόλα με νερό από τη στέρνα ** (το θέμα είναι πού θα βρεις στέρνα, σ' αυτό δεν μπορώ να βοηθήσω) και το βράζεις ιδανικά στο τζάκι, αλλιώς θα χρειαστείς κουζίνα με μπουκάλα υγραερίου. Αν στο νερό ξεπέσει και κανένας γυρίνος, δεν πειράζει, ακόμα καλύτερα, προσθέτει νοστιμιά. Ρίχνεις τα μακαρόνια, ενόσω τα ανακατεύεις αδιαλείπτως σαν να θες να τα εξολοθρεύσεις και τα βγάζεις από τη φωτιά ολίγον λασπωμένα, καθότι δε διαθέτουν όλοι στην οικογένεια τα δικά σου ατρόμητα σαγόνια. Προσθέτεις βούτυρο. Πολύ. Από αυτό έχουμε γι αυτό και βάζουμε πολύ. Θέλουμε να χαρούμε γι αυτή την πολυτέλεια .
Λιώνεις σε μύλο τομάτες από το περιβολάκι (που θα βρεις περιβολάκι, πάλι δεν ξέρω). ¨Οσο πιο ώριμες τόσο καλύτερη σάλτσα θα βγάλεις. Κόβεις βασιλικό από την πιο φουντωτή και καμαρωτή γλάστρα που έχει απομείνει, πράγμα που σημαίνει ότι έχεις μέρες να την μαδήσεις. Το μαγικό συστατικό είναι το σκόρδο. Βάζεις τόσο όσο αντέχεις εσύ και λίγο παραπάνω απ 'όσο αντέχουν τα παιδιά, γιατί θέλεις να εξασφαλίσεις ότι θα πέσουν νεκρά για τον μεσημεριανό ύπνο. Και όλα αυτά μαζί τα ανακατεύεις με τα λευκά μακαρόνια. Αν έχεις τυρί, έχει καλώς. Αλλιώς τρώγεται κι έτσι. Εμείς τυρί δεν είχαμε.
Ε λοιπόν, να σου πω κάτι.. Είναι η καλύτερη μακαρονάδα που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Μαγειρεμένη στο πιο όμορφο χωρίο που υπάρχει. Από την καλύτερη γιαγιά του κόσμου όλου.
Και κάπως έτσι δικαιολογώ το βάπτισμά μου μου ως κοιλιόδουλο πλάσμα στον κόσμο τούτο. Γιατί δε γεννήθηκα έτσι. Οι συνθήκες με ανάγκασαν.
Ακόμα ψάχνω να βρω την ίδια μακαρονάδα κάπου.
Επί ματαίω. Μάλλον.
Μυρτώ Θεοδώρου
* Βλέπε ετοιμολογία της λέξης βράχος ή κοτρόνα
** Γούρνα φτιαγμένη από τσιμέντο με λιμνάζον νερό που κατεβαίνει από το βουνό.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.