Στο πανηγύρι του Χριστού.
-Χορεύουμε;
-Μπα, δεν έχω όρεξη τώρα…
Κάθισε λίγο πιο κει με σκυμμένο κεφάλι. Περασμένης ηλικίας μα ετοιμοπόλεμος.
Ξημέρωνε. Οι άλλοι ξενύχτηδες έπαιρναν δυο δυο τη θέση τους στην πίστα.
Τάρα ταρά τατατάμ… τάρα ταρά τατατάμ…
Μόνοι οι δυο μας σαν αναπληρωματικοί στον πάγκο. Πιάναμε τα πλαστικά ποτηράκια και αντλούσαμε ζωή οίνου ζαλισμένη παρέα με ρουφηξιές καπνού. Κοιτώντας μια προς την πίστα και μια προς το βουνό που είχε αρχίσει να λούζεται με τις πρώτες ακτίνες.
Αλλά κράτησε πολύ το τραγούδι. Δεν άντεξε τη σιωπή παραπάνω. Με πλησίασε.
-Και γιατί, παρακαλώ, δεν ήθελες να χορέψουμε;
«Γιατί δε σε ξέρω, δε με ξέρεις κι έχεις και θολό βλέμμα από νωρίς» πήγα να του απαντήσω, αλλά κρατήθηκα.
-Δεν είχα όρεξη εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, απάντησα.
-Δεκτόν, είπε με σιγουριά. Κατανοώ απολύτως. Και τι είναι ο χορός; Ένα τσαφ! Μια έμπνευση που σου ‘ρχεται κείνη δα τη στιγμή που ακούς την πρώτη νότα. Ή όχι. Κι άμα δε σου ‘ρχεται, πιο καλά είναι να κάτσεις στο πάγκο από το να χορεύεις με το ζόρι.
Ήξερα ότι Καριώτης που κάθεται άπραγος θα φιλοσοφήσει στο πεντάλεπτο, αλλά μετά από τόσο κρασί φαντάστηκα πως θα λέει ασυναρτησίες. Ή μήπως όχι; Γιατί τα φέρνω στο μυαλό μου τα λόγια του πολλές φορές.
-Έτσι, που λες... Κάτι που αστράφτει στο μυαλό σου, μια λάμψη, εμπνέεσαι τότες και δε σε νοιάζει τίποτα. Ούτε με ποιον είσαι ούτε τι είσαι. Ακουμπάς σ’ έναν ώμο ανθρώπου και βουτάς και μια παλάμη, θες γεροντίστικη, θες νεαρού, παιδιού, κοριτσιού, αγοριού, σημασία δεν έχει, μόνο έναν ώμο κι ένα χέρι ανθρώπου και πας και στροβιλίζεσαι στην πίστα κι ο κόσμος όλος χάνεται κι εσύ νιώθεις πως πετάς κι ούτε να τελειώσει θέλεις ούτε και ν’ αρχίσει τίποτα. Είσαι κείνη την ώρα ευτυχισμένος. Αλλά άμα δε νιώσεις κείνο το τσαφ, κείνη την έμπνευση, που λέμε, το φως, πώς να στο πω, καλύτερα να κάτσεις στ’ αυγά σου. Και καλά ήκαμες και μου το ‘πες, γιατί χαμένα θα πηαίνανε τα βήματα…
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.