Ήμουνα μικρή, λέει η μάνα μου, και μάλλον θα τη φαντάστηκα ετούτη τη σκηνή. Μα εγώ είμαι σίγουρη…
Ήτανε καλοκαίρι, γιατί τα φύλλα της μουριάς στην αυλή έσκιαζαν τον τόπο. Υπήρχε το τεράστιο μεταλλικό πάρκο στην αυλή... Κι ήμασταν μέσα. Ο αδερφός μου κι εγώ.
Η κυρα-Στέλλα, περνούσε απ’ έξω κι η μάνα μου είχε σκύψει πάνω από τη γλάστρα με την ορτανσία. Κάτι ψιθύριζαν. Δίπλα, σ’ ένα σκαμνί καθόταν ο κυρ-Μιχάλης και σκεφτόταν μοναχός του. Η γιαγιά πηγαινοέρχονταν στην βρύση της αυλής. Δε θυμάμαι τι ακριβώς έκανε. Μια την άνοιγε, μια την έκλεινε. Θυμάμαι πως άκουγα τον ήχο του νερού όπως χτυπούσε στις πλάκες. Ο αδερφός μου με πείραζε. Πρέπει να άρχισα τις τσιρίδες γιατί η μάνα μου παράτησε την κουβέντα, τον μάλωσε κι έπειτα πήγε μέσα και μας έφερε το παραμύθι. Το μόνο που είχαμε. Παιχνίδια τότε στα πάρκα δεν υπήρχαν.
Κάτι κούκλες που έφερναν οι νονές σε μένα και την αδερφή μου, στολίζονταν στο πάνω ράφι. Έμεναν εκεί και κατέβαιναν μόνο παραμονές του πανηγυριού που γίνονταν το άσπρισμα, οπότε είχαμε και τη μοναδική ευκαιρία να τις πάρουμε στα χέρια, να τις χτενίσουμε, να τους σιάξουμε το φόρεμα, να ξεσκονίσουμε το κουτί και να τις τοποθετήσουμε ξανά στη θέση τους.
Μα είχαμε το παραμύθι. Αλήθεια σας λέω, το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν «Ο ποντικός της πόλης κι ο ποντικός της εξοχής». Σας λέει κάτι; Πού κάνανε επισκέψεις ο ένας στον άλλο και απορούσαν με τις τόσο διαφορετικές ζωές τους… Μας το διάβαζε το βράδυ φαίνεται η μάνα μου, γιατί θυμάμαι που γύριζα τις σελίδες και ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε. Ησύχασα κι αφοσιώθηκα.
Κι ο αδερφός μου πλησίασε και το κοιτάζαμε μαζί. Κι η μάνα μου μπήκε μέσα ευχαριστημένη. Ακούγονταν από παντού τα τζιτζίκια. Κι ανθρώπινες κουβέντες από τη ρύμη.
Κι η καλή μας η γειτόνισσα, η Δώρα, μπήκε στην αυλή και είπε απλά: «Άπου να τα χαρώ…»
Κι η αδερφή μου γύρισε απ’ το Καμπί κι έσκυψε πάνω μας. Κρατούσε ένα πλατανόφυλλο και μας χάιδευε μ’ αυτό τα πρόσωπα. Κι εμείς γελούσαμε...
Πέντε λεπτών ανάμνηση. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, σκάλωσε γερά στη μνήμη, αναμφίβολα.
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.