Ακριβοί ίσκιοι

Ίσκιοι σ' άλλη γειτονιά...

Ένα μεγαλούτσικο κτήμα είναι στη μέση του χωριού. Χώμα και τοιχαλάκια. Μα στο πάνω πεζούλι δεσπόζουν δυο τεράστιες βελανιδιές η μια κολλητά στην άλλη. Τριγύρω τους μεγαλώσαμε, πότε κρυβόμασταν από τους γονείς, πότε σκαρφαλώναμε στους κορμούς, πότε βγάζαμε φωτογραφία τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα κλαριά..

Ένα πρωί έπινα καφεδάκι με έναν από τους γέροντες, δείγμα μακροζωίας για τους επιστήμονες, δείγμα αυθεντικού Ικαριώτη για μας, τους συχωριανούς.
Απέναντι μας το κτήμα, άδειο όλο και πάνω-πάνω οι δυο βελανιδιές.

Τα θέματα είναι λίγα ή μάλλον δεν είναι τα συνηθισμένα. Σκέφτεσαι αν πρέπει να θίξεις την πολιτική κατάσταση, μα βαριέσαι συνήθως καλοκαιριάτικα, σκέφτεσαι να πεις για τα οικονομικά, μα ούτε λόγος. Πού να παραπονεθείς σ’ ανθρώπους που πείνασαν στ’ αλήθεια, που μεγάλωσαν κι ωρίμασαν μες την ανέχεια πως δε σου φτάνουν τα λεφτά για να πληρώσεις το λογαριασμό του κινητού, ας πούμε… 

Έτσι μες τη σιωπή ρουφάγαμε γουλιά-γουλιά το καφεδάκι κι αφήναμε το βλέμμα να χαϊδέψει το τώρα, τη στιγμή. Λες ό,τι σου ‘ρχεται κείνες τις ώρες για πράγματα απλά. Δίχως βάθος κι αναλύσεις.

-Δε μου λες, του απευθύνω το λόγο, εκεδά απέναντι, πώς διάολο κι έχει δυο βελανιδιές θεόρατες κι από κάτω τόση ξεραΐλα; Παράξενο εν είναι;
-Ε, άμε, μα εν είναι και τοσοδά παράξενο… χαμογέλασε. Α, μπορούσε, βέβαια, να τονε και τυχαίο, μα εν είναι. Κρατάς μυστικά;
-Ίντα; Για πες…

Γυρνάει το βλέμμα τριγύρω, ελέγχει αν κανείς μας ακούει.

-Άκου, μα τσιμουδιά… Κείνα τα πεζούλια που βλέπεις, πριν πολλά χρόνια γεμάτα ήτονε από δρύδες. Κάτι δέντρα που εν τα φαντάζεσαι. Τ’ αγαπούσα το λοιπόν κείνα τα δέντρα. Ε, όσο να ‘ναι, στον ίσκιον τους ήπαιζα μικρό, ηπήαινα και με τ’ αδέρφια που ‘χασα στον πόλεμο, ε, ηδέθηκα… Μα εν το ‘χα καταλάβει. Ώσπου τον καιρό που ηκάμνανε τα καμίνια ηρχίνησαν να τα κόβουν για κάρβουνα. Φτώχια, βλέπεις, ό,τι είχες μπροστά σου ηκοίταζες να το εκμεταλλευτείς…Ήλειπα μέρες, το λοιπόν, για κάτι μεροκάματα, έρχομαι στο χωριό και βλέπω άδεια τα πεζούλια. Μια ερημιά. Μονάχα κάτι κορμοί ίσα- ίσα που ηφαινόντανε. Ηπιάστηκε η ψυχή μου. Έτοιμους τους ηύρα να κόψουν και τα δυο τα τελευταία. Πάω που λες κι αδειάζω την τσέπη μου. «Τόσα δα έχω, πάρτε τα και αφήκετέ τα». Και τ’ άφηκαν, που λες, κι ηπομείνανε μέχρι σήμερα. Στη θέσην τους.

-Μα ξένο εν ήτονε το χωράφι; Σ’ αλλουνού περιουσία ηπήες να κάμεις κουμάντο;
-Και ποιανού είναι μωρέ τα δέντρα; Κείνου που τα βλέπει εν είναι;

-Σωστά…Κι ίντα ντρέπεσαι; Καλό ήκαμες. Κοίτα τα τι όμορφα που είναι.
-Ντρέπομαι, παιδάκι μου, γιατί είχα πάει στη δουλειά για να χορτάσουν οι γονείς κι οι παππούδες. Ίντα να τους ήλεα; Πως τα ‘δωκα τα λεφτά για τους δρύδες; Είπα ότι μου πέσανε στο δρόμο… Ακόμα  βάρος το ‘χω…

Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.