Την ξύλινη σκάλα που ένωνε τις δυο κατοικίες δεν την ανεβαίναμε ποτέ. Μόνο η μάνα και μόνο όταν την καλούσαν οι σπιτονοικοκύρηδες. Αυτό συνέβαινε συγκεκριμένη μέρα και ώρα . Όταν άρχιζαν «Οι Πανθέοι». Μας είχε ήδη τακτοποιήσει στα κρεβάτια μας, μας είχε πει κι από ένα παραμύθι και μετά, μόλις ακουγόταν η μουσική των τίτλων, έσιαχνε τα μαλλιά και τη ρόμπα, περίμενε κάνα λεπτό, όχι περισσότερο, και τότε ακουγόταν η γλυκιά φωνή της κυρά- Μαρίας: «Έλα, αρχίζει…Μα πού είσαι τόση ώρα;» Εκείνη πατούσε πάντα με δισταγμό το πρώτο σκαλί και με βιάση τα υπόλοιπα και χανόταν στο πάνω σπίτι με την τηλεόραση.
Ο χαμός ξεκινούσε το επόμενο δευτερόλεπτο. Σηκωνόμασταν, παίζαμε με το φως της λάμπας που ήταν ακουμπισμένη στο τραπέζι, γελούσαμε πετώντας μαξιλάρια και ρούχα δεξιά κι αριστερά, κρυβόμασταν κάτω από τα κρεβάτια. Όταν κάναμε διάλειμμα κρυφακούγαμε τους διαλόγους -μια και το πάτωμα του πάνω σπιτιού ήταν ξύλινο κι αυτό- ξανά γελούσαμε, μας φαίνονταν κάπως αφύσικοι, ακαταλαβίστικοι, όπως λέγαμε τότε.
Κάποια ανησυχία μας έπιανε με τη μουσική των τίτλων τέλους, μα ακολουθούσαν οι ειδήσεις και συνήθως τις άκουγαν όλοι μαζί και σχολίαζαν τα γεγονότα. Κι άλλος χρόνος για παιχνίδι.
Αυτό που μας τάραζε ιδιαίτερα ήταν ο εθνικός ύμνος. Ωχ ωχ κάτω από τις κουβέρτες γρήγορα… Τα βήματά της ακούγονταν κάπως αριστοκρατικά τώρα -σα να ερχόταν από κάποιο άλλο κόσμο- κι ύστερα από λίγο γινόταν ξανά η Ικαριώτισσα μάνα που ξέραμε. Τακτοποιούσε τ’ ανακατωμένα στρωσίδια και ό,τι άλλο είχαμε αφήσει στο πάτωμα και παραπονιόταν σιγά σιγά, μη τυχόν και μας ξυπνήσει.
«Μμμμμ, ο διάολος σας πήρε κι απόψε… Μια διασκέδαση έχω και μου τη βγάζετε ξινή…»
Το ίδιο παράπονο άκουσα από το στόμα της και πριν λίγες μέρες: «Ο διάολος τους πήρε… Μια διασκέδαση είχα και μου τη χαλάσανε… Μη γελάς καθόλου…»
Μόνο που τώρα συμπλήρωσε με όλη της τη δύναμη της φωνής της: «Πότε θα ξυπνήσετε, επιτέλους; Θα μας χαλάσουνε εντελώς, δεν το βλέπετε;»
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.