Ο μάγος σήκωσε τα χέρια του ψηλά. Οι σκιές τους έπεφταν σαν μακριά κλαδιά και κάλυπταν το οροπέδιο της Εριφής καθώς η Πανσέληνος αναδυόταν πίσω του. «Είσαι ελεύθερη» είπε στο κορίτσι. «Ελεύθερη;» σκέφτηκε με τρόμο «Πώς;» ρώτησε δυνατά. «Δεν σε θέλει».
Ένιωσε το αίμα από τα πόδια της ν’ ανηφορίζει προς το κεφάλι της, αφήνοντας μουδιασμένο κάθε μέλος από το οποίο περνούσε, το ένιωσε να κατακλύζει τον εγκέφαλό της «δεν με θέλει...; γιατί; γιατί δε με θέλει;». Ο μάγος κατέβασε τα χέρια του και έσκυψε προς το κορίτσι «Αυτό δεν είναι που θέλεις;».
«Όχι» ψέλλισε τρέμοντας Εκείνη. «θέλω να μ’ αγαπήσει....» ψιθύρισε τελικά, σχεδόν στον εαυτό της. «Γιατί κορίτσι; Γιατί θέλεις να σ’ αγαπήσει;». Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκκαλιά της καθώς ένα δροσερό καλοκαιρινό αεράκι τυλίχτηκε γύρω τους. Γιατί θέλω να μ’ αγαπήσει; Γιατί τον αγαπώ; Γιατί δεν μπορώ να τον ξεχάσω; Γιατί αυτόν και όχι κάποιον άλλο; Καμία απάντηση.... «Γιατί μόνο αυτό μπορώ να κάνω. Μόνο να τον αγαπώ τόσο πολύ μπορώ» είπαν στο τέλος τα χείλη της στάζοντας δάκρυα.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον μάγο κατάματα. «Σκέφτηκες ποτέ πως έρχεσαι δεύτερος;». Ο μάγος μαλάκωσε. «Δεν υπάρχει σειρά» της είπε. «Ακόμα κι αν υπήρχε, εσύ δεν θα την καταλάβαινες ποτέ» του απάντησε σκληρά. «Είσαι ελεύθερη, δεν σε θέλει» επανέλαβε εκείνος. Τα πόδια της τραντάχτηκαν και η φωνή της ούρλιαξε στο οροπέδιο «Όχι!».
Άρπαξε την πέτρα που είχε τη Μορφή του και τη φίλησε. Τη φίλησε όπως ακριβώς τον φιλούσε στα όνειρά της που τώρα στοίχειωναν τον ύπνο της κάθε βράδυ, κάθε λεπτό που έκλειναν τα μάτια της αυτόν έβλεπε. Δεν τολμούσε να το πει σε κανέναν. Κάθε βράδυ στα πολύχρωμα όνειρά της ήταν μαζί του, ευτυχισμένη, τον φιλούσε και τον αγαπούσε και την αγαπούσε κι αυτός. Και το πρωί, όταν τ’ αστέρια της Ικαρίας έφευγαν και τη θέση τους έπαιρνε ο Ήλιος, τα βλέφαρά της σηκώνονταν αργά για να της δείξουν τον πραγματικό κόσμο και η σκέψη της έλεγε «είμαι μόνη, ήταν όνειρο...».
Κάπου εκεί, κάπου μέσα του βαθειά, σ’ ένα κρυφό κρυφό σημείο που μόνο αυτός ήξερε ότι υπήρχε, εκεί μέσα, όταν ήταν μόνος, την αγαπούσε κι αυτός. Τη λάτρευε. Και της έδινε τα φιλιά που εκείνη κάθε νύχτα ονειρευόταν...
Ο μάγος γύρισε προς τη θάλασσα. «Φύγε» του είπε το κορίτσι. «Γύρνα πίσω στο Ικάριο. Βυθίσου στον κόσμο που Εκείνος τόσο αγαπά και άσε με ήσυχη...». Ο μάγος πέταξε απαλά και βυθίστηκε στην ανήσυχη θάλασσα σαν πέτρα στο λαιμό του ερωτευμένου.
Σηκώθηκε όρθια και σκούπισε τα δάκρυά της. Κοίταξε την πέτρα που είχε τη Μορφή του και την άγγιξε. «Είμαι ελεύθερη. Μπορώ να σ’ αγαπώ για πάντα και κανείς δεν μπορεί να μου πει τίποτα».
Αλεξία Παλαιστή
alexpalester@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Αλεξίας Παλαιστή.