Δεν θυμάμαι πόσων ετών ήμουν ακριβώς εκείνα τα Χριστούγεννα. Ήμουν γυμνάσιο πάντως.
Η μαμά εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να κατέβουμε κάτω για τις γιορτές και εγώ είχα ξινίσει τουλάχιστον.
Ήταν βέβαια λογικό καθώς δεν είχα συνηθίσει την Ικαρία το χειμώνα και αν προσθέσεις την απογοήτευση του να χάνω τους φίλους μου τα Χριστούγεννα, τα πάρτι και τις βόλτες, αντιλαμβάνεσαι την ξενέρα.
Φτάνουμε λοιπόν κάτω και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να πάρω το πλοίο και να γυρίσω απ' ευθείας πίσω.
Ο Άγιος είναι μουντός και άδειος. Τα περίπτερα είναι κλειστά! Τα τραπεζάκια λείπουν από την πλατεία κι εγώ είμαι έτοιμη να φουντάρω.
Είμαι γυμνάσιο λοιπόν, το νησί είναι φαινομενικά άδειο και έχω παρέα τη μαμά μου. Δεν νομίζω ότι γίνεται χειρότερα για ένα παιδί της Αθήνας.
Μέρες περνούν/επισκέψεις σε θείες/φοινίκια/επισκέψεις σε γνωστούς/βόλτα στο βουνό/φοινίκια/λίγο βαρεμάρα/τηλεόραση που δεν πιάνει καλά/φοινίκια/συναντήσεις με τους φίλους κάτω/επιστροφή στο σπίτι/φοινίκια.
Και έρχεται η παραμονή της πρωτοχρονιάς. Είμαστε στο Μαυράτο με τη μαμά και τον θείο Τόνυ (RIP).
Βαριέμαι. Χάνω και το πάρτι του Τάδε, άστα να πάνε, η γκρίνια σε όλο της το μεγαλείο.
Μπαίνει ο χρόνος. ΟΚ. Χρόνια πολλά και όλα τα συναφή. Πάει ο παλιόόόός ο χρόόόόνοοοοος...Ας γιορτάσουμεεεεε παιδιάάάά...
Αρχίζουμε το φαγητό λοιπόν, καθόμαστε, χαζολογάμε..είναι όμορφα δεν μπορώ να πω. Και όπως καθόμαστε, χτυπάει η πόρτα. Εγώ είμαι η μόνη μάλλον που ξαφνιάζεται.
Ο οικοδεσπότης ανοίγει, διάφοροι συγχωριανοί μπαίνουν μέσα και λένε τα κάλαντα! Κι έπειτα κάθονται μαζί μας και συνεχίζουμε όλοι μαζί το φαγοπότι.
Δεν περνάει πολλή ώρα και σιγά σιγά αρχίζουν όλοι να μαζεύουν τα πράματά τους για να φύγουν. Και όταν λέω όλοι, εννοώ και ο δικός μας οικοδεσπότης.
Η μαμά μου, μου λέει "Πήγαινε να πάρεις το μπουφάν σου. Φεύγουμε." "Που πάμε ρε μάνα;" της απαντώ εγώ. "Στους διπλανούς πάμε να τους πούμε τα κάλαντα".
Σε σύγχρονα ελληνικά εγώ είπα μέσα μου ΓΑΜΩ και έβαλα τα γέλια.
Ντυθήκαμε, πήγαμε δίπλα, είπαμε κάλαντα, φάγαμε κι άλλο, ήπιαμε κι άλλο και καθίσαμε κάνα μισάωρο. Κι έπειτα φύγαμε, και πήγαμε πιο δίπλα, είπαμε κάλαντα, φάγαμε λίγο πιο πολύ και ήπιαμε ακόμα περισσότερο. Και μετά μάντεψε! Πήγαμε ακόμα πιο δίπλα, τραγουδήσαμε (χειρότερα κάθε φορά), φάγαμε (λιγότερο) και ήπιαμε πάλι (δεν θυμάμαι αν ήταν λιγότερο ή περισσότερο).
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τελευταίο σπίτι του χωριού, μεθυσμένοι, αγκαλιασμένοι, αγαπημένοι και χαρούμενοι. Όχι ότι στην αρχή δεν ήμασταν όλα τα προηγούμενα, αλλά λέμε τώρα...
Και κάπως έτσι λοιπόν έμαθα γι' αυτό το έθιμο που έχουμε κάτω και που με έκανε να νοιώσω πιο "Πρωτοχρονιά" και πιο "γιορτές" από οποιοδήποτε πάρτι στην Αθήνα. Και μέχρι και σήμερα που έχουμε συνηθίσει τα χαζοχριστούγεννα εδώ με τα σούπερ πάρτι, και τα ψώνια, και τα event και όλες τις βλακείες (που μια χαρά είναι όταν είσαι με αυτούς που αγαπάς), πάντα σκέφτομαι εκείνες τις -όχι και τόσο- μοναχικές γιορτές που είχα περάσει στο Μαυράτο. Που ήταν τελικά από τις πιο όμορφες της ζωής μου. :)
Ηλέκτρα Πάστη
elektra.pasti@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ηλέκτρας Πάστη.