Την εποχή της Κατοχής, έπεσε μεγάλη πείνα στο νησί, ιδίως στα παραλιακά χωριά, γιατί στις Ράχες (όπως μου είχε πει ο κύριος Γιώργος από τον Χριστό) είχαν και ζώα πιο πολλά και βλάστηση να φάνε τα ζώα και οι ίδιοι.
Στο Καραβόσταμο, η κατάσταση δεν ήταν ίδια. Ακόμα και οι Ιταλοί πεινούσαν και είχαν ξεπαστρέψει όλες τις χελώνες, όπως περιγράφει η γιαγιά Ευτυχιώ (Κατσαρόλαινα η νεότερη, νέα κοπελίτσα εκείνη την εποχή).
«Ευτυχώς ο παππούς είχε ζώα και έσφαζε κανένα και καλούσαμε όλους τους γείτονες, μα καμιά φορά φιλεύαμε και εκείνα τα πεινασμένα φανταράκια τους Ιταλούς. Τι έφταιγαν και αυτοί μάτια μου με τον τρελό το Μουσολίνι;»
Μάλιστα οι Ιταλοί, εκτός από χελώνες έτρωγαν και τις γάτες! Το Κατσαρολαίικο είχε έναν αγαπημένο γατούλη στην οικογένεια, ο οποίος ακόμα και στην εποχή της πείνας, είχε μερίδιο στο οικογενειακό τραπέζι και μάλιστα, ο παππούς Κατσαρόλας τού έβγαζε και τον πρώτο πρώτο μεζέ. Μια φορά δε που είχε χαθεί το γατί, ο παππούς άρπαξε ό,τι «άρματα» είχε και μπούκαρε στο στρατόπεδο και τους απείλησε.. α όλα και όλα!
«Αν δεν επιστρέψει ο γάτος ως το βράδυ θα έχουμε φασαρίες». Και πράγματι, επέστρεψε.
Έτσι, λοιπόν, όσο πεινούσε ή ήταν χορτάτος ο ένας, τόσο ήταν και ο διπλανός, γείτονας, κατακτητής ή… τετράποδο! Κάθε μήνα, όλα τα μέλη ενός σπιτιού λάμβαναν μια ποσότητα αλεύρι.
«Εγώ λοιπόν -λέει η γιαγιά Ευτυχιώ που έτρωγε σαν πουλάκι όλη της τη ζωή ούτως η αλλιώς και την είχαμε πάει στον 21ο αιώνα στο νοσοκομείο με υποσιτισμό (ρεζίλι μάς έκανε, λέει ο πατέρας μου και γιος της)- το μάζευα αυτό το αλεύρι και το έβγαλα μια μέρα να τους ηκάμω έκπληξη που ήταν παραμονές Χριστουγέννων».
Χαρές στο σπίτι και ο αρχηγός – γιαγιά Δέσπω – αποφάσισε να το κάμει λουκουμάδες να τους στολίσει στο τραπέζι, όπως ήταν το έθιμο, για τον ερχομό του Άγιου Βασίλη. Μετά με το καλό, ανήμερα, θα γινόταν η σχετική μοιρασιά. Τους άφησε λοιπόν επάνω στο τραπέζι μα προς έκλπηξή της το επόμενο πρωί δεν υπήρχε ούτε ένας λουκουμάς στο πιάτο. Πιάνει τα παιδιά, τον Μανώλη και το Ευτυχιώ, γιατί η μεγάλη αδερφή ήταν ήδη στην Αλεξάνδρεια, και τους ρωτάει πλαγίως στην αρχή:
«Μπήκες Μανωλάκη καθόλου στην κουζίνα;»
«Όχι!»
«Εσύ, Ευτυχιώ μου;»
«Όχι, μα τι έγινε;»
«Μωρέ, είστε σιγουροι πως δεν πεινούσατε και φάγατε τους λουκουμάδες; Άχου και ποιος τους ήφαεν τότε; Να δεις που ήρτεν ο Αη Βασίλης!»
Λογική εξήγηση άλλη δεν σκεφτόταν. Σαν να μην έφτανε αυτό, είχε μια φιλενάδα η γιαγιά η Δέσπω, την Μαριάνθη, που όπως λέγεται, η αυλή της ήταν το πρακτορείο Ρόιτερς του χωριού, εκεί έβγαιναν όλα τα παραρτήματα! Ακριβώς απέναντι από το κατσαρολαίικο.
«Τι έγινε Δεσποινάκι;»
«Μα να δεις πως ήρτεν ο Άγιος, Μαριάνθη μου!»
«Τι λες μωρέ, λωλάθηκες καλά καλά;»
«Μα σου λέω ήφαεν τους λουκουμάδες που του ήφτιαξα, κανείς άλλος δεν μπήκε στην κουζίνα».
Η αλήθεια είναι πως τα παιδιά ήταν πολύ πειθαρχημένα και σε καμία περίπτωση δε θα έλεγαν ψέματα, το ήξερε αυτό η Μαριάνθη καλά οπότε πείστηκε πως λογικά ήρθε ο Άγιος Βασίλης και μέσα σε μια ώρα το παράρτημα «Στο σπίτι της Κατσαρόλαινας ήρτεν ο Άγιος Βασίλης!», ήταν διαδεδομένο σε όλο το Καραβόσταμο. Και πιστευτό, φυσικά!
Συνεχίζοντας την περιγραφή, η γιαγιά Ευτυχιώ σκάει στα γέλια. Γελάει και για το παράλογο που γινόταν έγκυρη είδηση στο λεπτό. Ακόμα συμβαίνει αυτό, βέβαια, απλώς εκείνη την εποχή υπήρχε και μια αθωότητα ή αφέλεια των ανθρώπων, περισσότερη σε σχέση με σήμερα.
Με έστειλε η μάνα μου να βρω ένα μπάλωμα για τον μπαμπά. Είχαμε ένα καλάθι με τα μπαλώματα κάτω από το κρεβάτι τους γιατί ο μπαμπάς ήθελε να ταιριάζει το μπάλωμα. Μην του βάλεις και μπλε πάνω σε πράσινο, έπιανε και τα ξήλωνε. Κάνω λοιπόν έτσι να πιάσω το καλάθι και… (γελάει) «Ελάτε να δείτε ποιος είναι ο κλέφτης τον έπιασα!»
Τρέχει η γιαγιά Δέσπω και οι υπόλοιποι νομίζοντας πως μπήκε κανένας κλέφτης.
«Νατονε ο κλέφτης, για δείτε!»
Και ήταν ο γάτος ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς κάτω από το κρεβάτι με την κοιλιά του γεμάτη και έναν μισοφαγωμένο λουκουμά (δεν άντεξε άλλο και τον πρόδωσε αυτός ο τελευταίος!) μπροστά του.
Λύθηκε το μυστήριο!
«Μα αυτό δεν έκλεβε ποτέ, ποιος το ξέρει πόσο πεινούσε το ζωντανό», λέει το Ευτυχιώ γελώντας και κουνώντας το κεφάλι σαν να δικαιολογούσε τον κλέφτη.
Μα όλοι γέλασαν, κανείς δεν μάλωσε τον κλέφτη αυτόν. Άρχισαν απλά να γελά ο ένας με τον άλλο και να αλληλοπειράζονται πως δήθεν «εσύ είχες πιστέψει πως ήρτεν ο Άγιος Βασίλης!»
Μα, κατά μία έννοια, όλοι σε αυτό το σπίτι πίστευαν στον Άγιο Βασίλη, δηλαδή τη δοτικότητα και τη συμπόνια προς τους δίπλα τους, όποιοι και ήταν αυτοί, χωρίς εξαιρέσεις. Ίσως και όλοι σε όλο το χωριό, γι’ αυτό και φάνηκε λογικό. Και αν τα δώρα που μπορούσε κανείς να προσφέρει, όπως η έκπληξη της Ευτυχιώς, ήταν φτωχά, ήταν όμως ουσιαστικά ώστε να καταλάβει κανείς τι διδάσκει αυτός ο μύθος του Αγίου όπως και η ιστορία των Χριστουγέννων.
Αγάπη είναι να δίνεις χαρά με τα λίγα που μπορείς να μοιραστείς. Και όταν μπορείς να χαρείς αυτά τα λίγα όπως και να τα μοιράζεσαι, τότε οι ευχές σου εκπληρώνονται αργά η γρήγορα ακόμα και αν είσαι ….γάτος!
Ευτυχία Βασάλου
eftichia.Vasalou@firstdata.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ευτυχίας Βασάλου.