Η ηλικιωμένη γυναίκα τον υποδέχτηκε στην κάτασπρη αυλή της. Του είχε ήδη βάλει στο τραπέζι φρέσκο ψωμί, καθούρα, ελιές και δροσερό νερό. Του είπε πως ήξερε για το κασετοφωνάκι του και ότι αυτή τη φορά γύρευε συνταγές γιατί τις μαζεύανε στο σύλλογο. Του είπε επίσης, πως πριν αρχίσει να την ηχογραφεί θα του κάνει μια εξήγηση: Θα του δώσει μια συνταγή, τη συνταγή της ζωής, μα δε θα του αποκαλύψει όλα τα υλικά της, θα τον αφήσει να τα βρει μόνος του. Ο νεαρός παραξενεύτηκε, πρώτον γιατί δε καταλάβαινε πώς θα του δώσει συνταγή χωρίς όλα τα υλικά και δεύτερον, γιατί την ηλικιωμένη αυτή γυναίκα, δεν την λέγανε Ζωή. Μα πάτησε γρήγορα το κουμπί από το κασετοφωνάκι του, γιατί την είδε να κάθεται απέναντι του και να ξεκινά:
Μια μέρα έφευγε ο Πατέρας κι επήαινε στα χωράφια. Θα έμενε εκεί τη νύχτα. Η Μάνα ήταν στην Αθήνα στο γιατρό, εγώ και η αδερφή μου, ήμασταν μικρά τότε, πηαίναμε σχολείο. Και μας λέγει:
- Αύριο αζυμώσετε.
- Αζυμώσουμε;
- Ναι, αζυμώσετε και ακάμετε ψωμί.
-Έγκξερουμε να ζυμώσουμε, του λέμε.
- Αμάθετε!
Εκοίταζε η μια την άλλη και σιγομουρμουρίζαμε:
- Κι αμεπώς αζυμώσουμε;
Ηβλέπαμε τη μαμά που έκαμε το ζύμωμα, αλλά ενηξέραμε.
- Έχω φτιάξει το προζύμι και το πρωί αζυμώσετε. Έτσι ακάμετε, λέει ο μπαμπάς.
Ήταν αυστηρός. Σου λέει, έτσι αμάθεις. Και, βέβαια, τότε το αλεύρι ήταν δυσεύρετο. Ηπηαίναμε στο μύλο σιτάρι, κριθάρι και φορτωνόμαστε. Αλλά ήτο αραιά και πού. Σηκωθήκαμε λοιπόν το πρωί και θυμάμαι, ήτο μια σκάφη από πλατάνι. Την είχε "ανοίξει" ο συγχωρεμένος ο πάππους, τεράστια, τι να ‘γινε δαύτη, θα ΄λιωσε τώρα. Και τη γεμίζουμε αλεύρι, μέχρι 12 με 15 κιλά. Τώρα, εμείς ήμασταν δυο μικρά κοριτσάκια, τι χέρια να 'χαμε! Και βάζουμε το προζύμι μέσα και ζεσταίναμε νερά και δωσ' του ζύμωμα! Σου μιλάω για πολύ ζύμωμα γιατί ένηξεραμε πότε θα είναι έτοιμο αυτό το πράμα. Ζύμωμα και ζύμωμα και ζυμώναμε και ητσακονώμασταν.
- Έβαλες πιο πολύ αλεύρι.
- Όχι, εσύ έβαλες πιο πολύ νερό.
Ένα πράμα, ένα κακό, η μια απ' τη μια πλευρά της σκάφης και η μια απ' την άλλη, δυο σπιθαμές παιδιά..
- Ηξεύρεις πότε θα ‘χουν ανέβει τα ψωμιά;
–Όχι, εσύ;
- Όχι.
Και ηχώναμε μέσα τα δάχτυλα μας, όπως έκαμε η μαμά, να δούμε αν φουσκώνει. Τέλοσπάντων, μας συνέμπε κάποια στιγμή να ανάψωμε και το φούρνο.
- Και πότε θα' ναι έτοιμος ο φούρνος;
- Κι αμεπού να ξεύρω;
Θυμάμαι τη μαμά που έλεγε, για να βάλεις ψωμί μέσα στο φούρνο, πρέπει να’ χουν ασπρίσει τα χείλη του. Και να καίμε ξύλα, να καίμε ξύλα και να λέμε, θα 'σπρίσουν ποτέ αυτά τα χείλη να φύγει η μουτζούρα από μπροστά; Και δώσ' του πάρ’ τα τα ξύλα και δώσ' του πάρ’ τα.
Και μετά αρχίζει να ασπρίζει εκεί, αυτό το μέρος και λέμε, τώρα θα είναι έτοιμο να τα βάλουμε μέσα. Κι αρχίζουμε να βγάλουμε τα κάρβουνα, να βάλουμε την πανίστρα. Η πανίστρα ήτο ένα κοντάρι που στην άκρια είχε ένα κουρέλι που το βρέχαμε στο νερό και σκουπίζαμε το φούρνο καλά καλά κι έφευγε η καψαλέ. Μα πού να φτάσουμε να βάλουμε τα ψωμιά που ήμασταν μόμολα και ενηφτάναμε; Ηφέραμε κάτι μπακέτες και ανεβαίνουμε πάνου και δώστου βάλαμε το ψωμί μέσα, στα γρήγορα μην ξεπυρώσει ο φούρνος και δώσ’ του πάλι και τον κλείνουμε.
- Και τώρα ηξεύρεις πότε θα είναι έτοιμα;
-Όχι, εσύ;
-Όχι παναΐα μου.
Ο φόβος μας, παιδί μου, ο φόβος μας, μην τυχόν και πάει στράφι τ' αλεύρι. Τέλοσπάντων, κατά τη γνώμη μας, ηκαταλάβαμε πότε περίπου να ήταν έτοιμο το ψωμί. Αν είναι, αν δεν είναι αφάμε ξύλο που απάει σύννεφο. Μπορεί να το χαλούσες, να το 'καιγες ή να το 'καμες λάσπη. Τα βγάλαμε λοιπόν, τα στήσαμε έτσι, να κρυώσουν και περιμέναμε να δούμε άμα άρτει τι ασυμβεί.
Και νασου κι έρκεται το λοιπόν την άλλη μέρα και το βλέπει το ψωμί και κόβει και δοκιμάζει και… ηγέλα.
- Τι έγινε; Γιατί γελούμε; Ενείναι καλό; Ρωτάμε φοβισμένα.
- Παιδιά μου, ένεχω ξαναφάει πιο ωραίο ψωμί!
Αφρός ήτανε το ψωμί. Ένα ψωμί, αφρός, έτσι άσπρο. Φουσκωμένο αυτό απ' το δούλεμα που του ρίξαμε απ' την αγωνία μας, φουσκωμένα κι εμείς απ' την περηφάνια.
Καλή σου όρεξη λοιπόν!
Η ηλικιωμένη κυρία τελείωσε την ιστορία της, σηκώθηκε, ήπιε το νερό που του έφερε, πήγε μέσα στο σπίτι της και ξάπλωσε. Ο νεαρός έμεινε μόνος. Άπλωσε το χέρι του, έκοψε μια μπουκιά ψωμί, το ΄βαλε στο στόμα του και το μασούλησε αργά, να νοιώσει τη γεύση του, μέχρι που να το καταπιεί.
Κωνσταντίνος Βατούγιος - φαγιούμ
konstantinos@ikariamag.gr
Ακολουθήστε τον στο twitter