Η μεγάλη μου αδερφή, η Αργυρώ, ήπιασε μια χρονιά υπηρεσία σ’ ένα μεγάλο σπίτικο στην Αθήνα και με πήρε μαζί της να πάω Γυμνάσιο εκεί. Γνώρισα όμως έναν όμορφο νέο, στεριανό, βουνίσιο και συναντιόμασταν αραιά και που και θέλαμε πολύ ο ένας τον άλλον. Μα όταν το πήρε χαμπάρι η Αργυρώ, το μήνυσε στους δικούς μου, μ’ έβαλε στο πλοίο και μ’ εστειλε πίσω στη Νικαριά. Να πέσω να πεθάνω. Ήπρεπε κάτι να γίνει. Εκείνος ησκέφτη να πάει να με ζητήσει από τον πατέρα, που είχε κατέβει για δουλειές στην Αθήνα, μα ο πατέρας αρνήθηκε:
- Έν έχω εγώ κόρη της παντρειάς.
- Τότε θα ‘ρθω στην Ικαρία.
- Στην Ικαριά μπορεί να πάει όποιος θέλει, στο σπίτι μου εν έχεις καμιά δουλειά.
Εμένα πια ε θα μ’ αφήνανε να φύγω από το νησί ποτέ.
Εκείνος πάει και παίρνει ένα όπλο από έναν φίλο του χωροφύλακα. Μπαίνει στο βαπόρι – που εν είχε ξαναμπεί ποτέ του – και βγαίνει στον Άγιο, ανήμερα Χριστούγεννα. Έψαχνε το Καρκινάγρι και του έλεαν εδώ πιο πέρα, εδώ πιο πέρα. Κι άρχισε και ηπερπάτα μα εν έφτανε ποτέ. Κι ζυγώνει κάποια στιγμή στο Μαγγανίτη. Μπαίνει στην αυλή του Καρναβά που ‘χε την μπεντζίνα. Ο κόσμος γλεντούσε για Χριστούγεννα.
- Πρέπει να πάω στο Καρκινάγρι. Έχασα τους φίλους μου, τους κυνηγούς.
Μα ο Καρναβάς είχε τραβήξει την βάρκα όξω. Τον παρακαλεί λοιπόν, του δίνει και λεφτά και παίρνουν τις γυναίκες και πάνε στο γιαλό να σπρώξουν τη μπεντζίνα.
Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν εφάνη στο χωριό. Ήμασταν όλοι στην αυλή και ετοιμαζόμασταν που θα ‘ρτουν τα ξαδέρφια να μας πάρουν να πάμε κάτω στον χορό. Και ηφόρουσα έναν ωραίο ταφτά με μεσάτη ζώνη, έτσι , πλουμιστό και ήμουνα πολύ χαρούμενη που απηαίναμε στο γλέντι. Βλέπουμε την μπεντζίνα και λέγει η Μάνα, να δείτε που έρκεται η θειά σας από τον Μαγγανίτη για Χριστούγεννα. Και πιάνει η μπεντζίνα στο Μπαρκαδούρο και βγαίνει αυτός. Και γυρνά η Αργυρώ και μου παίζει μια ματιά τόσο άγρια! Κοιτώ καλά καλά και τον γνωρίζω κι εγώ.
Και τότε άρχισε το δράμα, α Χριστέ μου. Δώκε μου ένα τσιγάρο που τα θυμήθηκα τώρα και τρέμω. Ο κόσμος άρχισε να ξεμπουκάρει και να πηαίνει στο σκολειό που είχανε μια συγκέντρωση και βάδιζε κι αυτός προς τα εκεί. Ήπιασε κουέντα με τον Παναή που ‘χε τον καφενέ. Ηρώτα πού έχει ξενοδοχείο γιατί ήτο κυνηγός και έχασε την παρέα του. Και τον πήρε ο Παναής στον καφενέ του.
Το βράδυ εμείς ήμασταν έτοιμοι για το χορό. Η Αργυρώ να μη θέλει να πάμε μα ήρταν τα ξαδέρφια να μας πάρουν. Μπαίνουμε μες τον καφενέ που ήτο όλη η νεολαία, εκεί κι αυτός. Εν το ξεύραμε εμείς πως τον είχε πάρει ο Παναής. Με καθίζει το λοιπόν η αδερφή μου από την άλλη μεριά και ηκοίταζα τον τοίχο. Κι εκείνος εμένα. Το μάτι μου όμως, επήεναι από εκεί και τον ήβλεπα που δάγκωνε στην κλείδωση το δάχτυλο του για να με φοβίσει. Και εκάθετο δίπλα του ένα γέρος που ητραγούδαγε όλο αμανέδες και ητραγούδα κι αυτός και μου έκανε έτσι με το δάχτυλο. Είχε πιει πολύ και ζήτηξε κι άλλο ούζο να του φέρουνε και του φέρνουν ένα ούζο με μεζέ πατελίδι άψητο που εν είχε φάει αυτός ποτέ στη ζωή του. Μου λέανε οι φίλες μου: Ποιος είναι αυτός; Λένε ότι ήρθε για την τάδε ή για την άλλη. Εγώ έλεγα πως εν ηξεύρω. Κι ανάβει ο χορός και όπως ηχόρευγα τον ήβλεπα και ηχόρευγα και τον ήβλεπα. Και βγαίνει όξω, πιάνει το όπλο να πάει να πυροβολήσει και πάει ξοπίσω ο Παναής και του το παίρνει. Τον αρπάζει και τον πάει στον πύργο να κοιμηθεί. Πριν ξημερώσει ήθελε η Αργυρώ να πάμε γρήγορα στο σπίτι μην τυχόν και ξυπνήσει και κατέβει. Μας παίρνει μάνι μάνι και πάμε και ήταν το τζάκι αναμμένο δυνατό. Η μάνα έφτιαχνε γάλα μαζί με μια θεία μας. Με καθίζει η Αργυρώ στο σκαμνί και βγάζω το τσαμό. Η μάνα ε μιλούσε. Φοβούταν τον πατέρα που ήτο μακριά. Και με αρχινάει η αδερφή μου και τρώω όλα τα σκαμνάκια στο κεφάλι και της έλεγε η θειά μου η συγχωρεμένη, μην την χτυπάς, παιδί μου, εν έκανε τίποτε κακό, μην την χτυπάς, παιδί μου, εν εκανε τίποτα κακό. Νέα και νέος είναι. Και τι έγινε στο κάτω κάτω; Μα εκείνη είχε πάθει αμόκ, εν ήθελε, βλέπεις, να μας συζητάει το χωριό.
Πέρασε λοιπόν η μέρα και επήε προς το απόγευμα και εμένα με είχανε κλείσει στο μεσαίο δωμάτιο. Είχα ένα γραμμόφωνο που κούδριζε κι έβαζα μουσική κι ήκουα. Βλέπω στην αυλή κάτι γυναίκες που ηπαιρνούσαν και εμιλούσαν στη μάνα μα εμπονηρεύτηκα τίποτε. Κι έρκεται η μικρή μου αδερφή, η Σπυριδούλα, το Σπυρί και μου λέγει, είναι εδώ, πάνου στα χωράφια. Κάνω να φύγω από την πόρτα της κουζίνας μα την είχανε κλειδωμένη. Αλλά από τη μανία μου κάνω έτσι τη μπάρα, βγαίνει το σίδερο, πετάομαι όξω και πάω μες τ’αμπέλι. Έρκεται τότες ο ξαδερφός μου, με πιάνει από τα μαλλιά και με βουρλίζει κάτω. Κόβω δρόμο γρήγορα κι έτσι όπως ηστέκονταν τριγύρω του η μάνα, η θειά, η Αργυρώ και το Σπυρί, πηαίνω και στέκω μες τη μέση. Και κάμει η Αργυρώ, καλή της ώρα:
-Μπρος, πε του τι έχεις να του πεις και μέσα γρήγορα.
-Εν έχω να του πω τίποτα. Κι έμενα μπάστακας εκεί.
- Να σηκωθείς να φύγεις γρήγορα, αυτή τη στιγμή. Του λέει εκείνη.
- Από πού να φύγω, δεν έχει καΐκι.
-Να φύγεις από πάνου.
- Τι είναι το «από πάνου» ;
Αλλά εκείνος είχε δώκει κρυφά στο Σπυρί ένα σημειωματάκι, το βράδυ στις 9 να πάω σε εκείνη την πετρούλα. Όμως πώς να πάω, ψυχή μου, που το βράδυ είχαμε τζάκι αναμμένο κι έρκεται και μια αξαδέρφη μου και ηκάτσαμε με την Αργυρώ στην αμπάρα κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες και μπλα μπλα μπλα; Μα παίρνει την Αργυρώ κάποια στιγμή ο ύπνος, βουτώ κι εγώ το Σπυρί και πάμε στην πετρούλα . Κι ακούω ένα πράμα να σκοτώνεται εκειά μες το ρυάκι μες τις πέτρες και τα νερά, εν ήξερε νάρτει και ηφόραγε και σκαρπίνια. Από κάτω που έφυγε όμως εκείνος, από τον καφενέ, τον ηπήραν από πίσω οι νεολαίοι να δούνε πού θα πάει τελικά, ποια είναι αυτή. Γιατί μερικοί ηνόμιζαν πώς είχε έρτει για την δικιά τους και ετοιμάζονταν να τον πλακώσουν, μα εκείνος ήλεε πως ήτο κυνηγός. Κι έρκεται λοιπόν, ήκαμε και κρύο, σκεπάζει με το μπουφάν του το Σπυρί και μου λέγει μάνι μάνι: Αν δεν έρθεις, θα ΄ρθω εγώ και στου βου το κέρατο να ψάξω, θα σε βρω. Ύστερα την άλλη μέρα ηπήρε την μπεντζίνα να φύγει και σημάδευε με το όπλο το φουγάρο μας μα εν τον άφησε ο Καρναβάς.
Είπε το λοιπόν ο πατέρας στη μάνα πως αν μου ερχόταν κάνα γράμμα να το ‘παιρνε εκείνη. Και είχα μια μέρα ένα γράμμα που το χαν δώκει στο Σπυρί κι ένα σ’ έναν αξάδερφο μου. Με φώναζε όξω ένας ένας να πάμε να βοσκήσουμε την κατσίκα και διάβαζα και τα γράμματα που ‘χε στείλει αυτός. Ο μπαμπάς τότε ήτο στη Λήμνο και η αδερφή μου γύρισε στη δουλειά της. Είχανε αλληλογραφία και της έγραφε πως για να πάω κι εγώ στην Αθήνα ήπρεπε να το πει αυτή, μα εκείνη ήλεε όχι, εν έπαιρνε την ευθύνη. Η Αργυρώ, πάντως, μου ‘γραφε γράμματα να κάμω υπομονή και πως όταν μου βρει δουλειά, θα πάω . Μα την Αθήνα εν την έβλεπα ούτε με κιάλια πια. Μια μέρα, παίρνω ένα γράμμα της που μου έλεε «άμα βρω δουλειά, α σου γράψω να ‘ρτεις» και το αλλάζω: «Σου βρήκα δουλειά και σου γράφω να ‘ρτεις».
Και έτσι ψήνω την μαμά και πηαίνω στην Αθήνα …
…κι αφού πείθω τη Μάνα να πάω στην Αθήνα, βρίσκω ένα θειό που θα επήαινε κι αυτός και κολλάω από πίσω του και πηαίνω μαζί του. Και παρουσιάζομαι στην αδελφή μου, την Αργυρώ, πρωί πρωί. Εκείνη ησάστισε. Τι γυρεύγεις εσύ ατουδά; Και είχα το θράσσος να της πω: Εσύ δε μου ‘γραψες να ‘ρτω; Είχα το θράσσος, ναι, το λέω.
Εκεί που δούλευγε υπηρεσία η Αργυρώ, σε κάτι Αμερικάνες, έμενε σε ένα υπόγειο κάτου στο σπίτι και είχε ένα παραθυράκι έτσι, πού ‘βλεπες όξω. Την ίδια μέρα μ’ αφήνει εκεί για να ανέβει στο αρχοντικό, ηξάπλωσα εγώ στο κρεβάτι και ξαφνικά ακούω μια μηχανή, γγγγκκκκκρρρρρ. Αυτός ήξευρε τα στέκια, σου λέει κάποια μέρα θα ‘ρτει, μα σου το ορκίζομαι, εν του είχα μηνύσει ότι α πάω. Και γγγγκκκκρρρ και να η μούρη του στο παραθυράκι.
- Α εδώ είσαι;
- Φύγε φύγε μη σε δει, φύγε φύγε μη σε δει.
- Εντάξει, αρκεί που σε εντόπισα τώρα.
Και φεύγει. Μα τον είδε η άλλη από πάνου. Με βάζει το λοιπόν σε μια δουλειά απέναντι ακριβώς, να με παρακολουθεί. Την επόμενη μέρα ήταν πολλές κοπέλες εκεί και ήμασταν στο μπαλκόνι και γγγκκκκρρρ με τη μηχανή γυρνάει και με βλέπει. Και πάλι γγγκκκκρρρ και φεύγει. Μα το κατάλαβε η Αργυρώ, λέει στ’ αφεντικά μου πως αρρώστησε η μάνα μου κι έφυγα για το νησί κι εμένα με βουτάει και με πάει να δουλέψω σε άλλο σπίτι, πιο μακριά. Εκείνος περνά ένα βράδυ απ’ την παλιά δουλειά και ηρώτα τις κοπέλες και του λεν αρρώστησε η μάνα της και έφυγε για το χωριό.
Εκεί που δούλευα ήταν και μια γνωστή μας, Η Ελένη, και με παίρνει μια μέρα με την ανηψιά της να πάμε στου αδερφού της στην Κηφισιά να φάμε. Ηπήαμε εκεί, ηφάγαμε και το απόγευμα φύγαμε για να γυρίσουμε στην Αθήνα. Παίρνουμε ένα λεωφορείο να κατέβουμε στο Μαρούσι και να πάρουμε άλλη συγκοινωνία από εκεί. Κατεβαίνουμε στο Μαρούσι κι εκειά δίπλα στη στάση είχε έναν καφενέ. Και τον βλέπω! Έρκεται κοντά, μας μιλάει, του μιλάμε, μπαίνουμε στο λεωφορείο, μιλάμε, μιλάμε και κατεβαίνουμε στους Αμπελοκήπους για να πάρουμε το τρόλεϊ. Κόσμος στη στάση, όλοι μαζεμένοι μπροστά, στεκόμαστε κι εμείς και κάνω δίπλα μου έτσι και βλέπω την Αργυρώ. Ήτο εκεί και περίμενε κι αυτή το τρόλεϊ με μια φιλενάδα της και ηπεριμέναμε κι εμείς και ήτο κι εκείνος μαζί μας, καταλαβαίνεις; Κι ηκούω την φίλη της, μια Κακιά, που της ήλεε: Και εμένα αν ήταν αδερφή μου …. και τι πράγματα είναι αυτά …. Και έχεις ευθύνη. Εκείνη τη στιγμή ήρτε το τρόλεϊ, αυτός βλέπει την Αργυρώ κι ηπέτασε κι εγώ δίνω ένα σάλτο, μπαίνω μέσα και δε βγάζω ούτε εισιτήριο, μόνο πηαίνω μπροστά μπροστά και στην επόμενη στάση κατεβαίνω. Πορπατάω μάνι μάνι να πάω στο σπίτι κι ανεβαίνω στην ταράτσα.
Σε δυο λεπτά να σου και η Αργυρώ μαζί με την Ελένη. Κι ανεβαίνουν πάνω, με πλησιάζει και αρχίζει … πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
- Αστηνε ρε παιδί μου, της ήλεε η Ελένη, μη κάνεις έτσι, την κυνηγάει αυτός και τι πρέπει να γίνει, νέα και νέος είναι.
- Όχι … που ο Πατέρας δεν είναι εδώ κι έχω εγώ την ευθύνη … και τι α κάμω τώρα … κι αυτά … και ξέρω ‘γω …
Η ταράτσα ήτο μεγάλη με ένα κάπως ψιλό περβάζι, μα κάτου κάτου είχε ένα σίδερο για να φεύγουν τα νερά και να μαζεύουν τα φύλλα. Είχα βάλει το πόδι μου πάνω στο σίδερο κι όπως ήτο έτσι μεγάλο το στηθαίο, είχα ακουμπήσει τα χέρια μου. Και μου ‘ριχνε από πίσω και ηφώναζε κι από κάτου ήτο εκείνος κι εγώ τον ήβλεπα. Εκείνη εν τον ήβλεπε γιατί εν είχε ανέβει στο σίδερο. Αφού αργότερα που ηρεμήσαν τα πράγματα, καμιά φορά της το ‘λεγα, θυμάσαι τότε που με περίλαβες στην ταράτσα; Ε, εγώ από κάτου τον ήβλεπα!
Κι ύστερα, ουουουου, τι μου ‘κάνανε οι θείες και οι θείοι που ανακατεύγονταν, ηλέγανε, πωπω, που εν έχει δουλειά δική του (δούλευγε σε ένα μανάβικο). Και μου ‘λεε ο συγχωρεμένος ο Πατέρας, που άμα τον διώξουνε, πού α πάει, πού α πας εσύ; Κι εγώ εν ημίλουν. Μετά, που ητοίμαζα τα χαρτιά μου να πατρευτώ ο Πατέρας μου εν ήρτε στο γάμο. Εν ήρτε. Η Αργυρώ ήρτε. Κι αργότερα όταν παντρεύγονταν οι αδερφές μου και τον ήβλεπα που τις ηπήαινε στην εκκλησιά, με ‘παιρνε ένα κλάμα… Μα με τον καιρό, πριν παντρευτούν οι άλλες, είχε αλλάξει γνώμη ο Πατέρας και ξεύρεις τι ήλεε; Μακάρι και οι αδερφάδες της να έχουν την τύχη της!
Και την πρώτη φορά που ηπήαμε μαζί πια στην Ικαριά, ηπήραμε τη μπεντζίνα από τον Άγιο κι όταν σταματήσαμε στο Μαγγανίτη, εκειά τον αναγνώρισαν και του ‘καμαν χάζι. Τι έγινε, βρε Κυνηγέ, την έριξες τελικά την πέρδικα ει; Κι εκείνος περήφανος ηχαμογέλα. Την έριξε αλλά έφυε νωρίς λόγω υγείας. Μα ήτο καλός άνθρωπος. Πολύ καλός. Κι όλοι το ξεύρουν και τον ηγάπησαν. Γι’ αυτόν σου ‘πα τούτην εδώ την ιστορία, γι’ αυτόν …. και για το γγγγκκκκρρρ που αραιά και πού ακούω μες τη νύχτα και τρέχω εις το παράθυρο.
Κωνσταντίνος Βατούγιος
twitter: fayum
konstantinos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.