μιλάει ελληνικά, μιλήστέ του...

Η μεσήλικας ζωγράφος από την Ικαρία, έχει γίνει παγκοσμίως γνωστή γιατί στα έργά της απεικονίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τα άκρα και τα μέλη του ανθρώπινου σώματος. Ο νεαρός, έκλεισε ραντεβού μαζί της, με αφορμή την έκθεσή της που εκείνες τις μέρες φιλοξενούσε μια γκαλερί των Αθηνών. Αρχικά τής πρότεινε να βρεθούν στα παρασκήνια της έκθεσης. Σπανίως έδινε συνεντεύξεις. Όταν όμως εκείνη πληροφορήθηκε την καταγωγή του, ζήτησε να βρεθούν σε μια ωραία ταβέρνα που ήξερε, για να της πει και «τα νέα της Ικαριάς» μια που οι υποχρεώσεις της την κρατούσαν μακριά από το νησί. Μόνο την προφορά είχε κρατήσει και … τις μνήμες της. Συναντήθηκαν στην ταβέρνα, κατακαλόκαιρο. Εκείνη με ένα ελαφρύ φόρεμα που κάλυπτε όλο το σώμα της, το λαιμό, τα ακροδάχτυλα. Εκείνος με μπόλικο τρακ και φυσικά με το κασετοφωνάκι του, το οποίο, αφού έκατσαν και τους σέρβιραν νερό και κόκκινο κρασί, έβαλε μπρος:

 

Ήμασταν τρεις κόρες μες το σπίτι και η μάνα. Και ο Πατέρας ήλεε της μάνας:

- Έχω τέσσερις γυναίκες. Έτσι και ξωκοίλει καμιά, θα κόψω πρώτα το κεφάλι της μεγάλης και μετά των μικρών. Ακούεις η;

Τη Κυριάκή μόνο – γιατί τις άλλες μέρες είχαμε σκολειό και μετά δουλειές μέχρι το βράδυ- μαζεύονταν όλα τα μικρά εκειά στην εκκλησιά που ‘ταν και ο καφενές με τους γέρους. Ο μπαμπάς εμασάφηνε να πάμε ποτέ. Και ηλέαμε της μάνας:

- Πε του να μας αφήκει να πάμε λίγο στον καφενέ.
- Βρε δραγουμάνο σας αμε βάλετε;
Εκείνη εν του λεγε τίποτα.
- Μα πε του.
- Μιλάει ελληνικά… μιλήστε του.

Κι όποτε ερχόταν η θειά, που εμείς την υπεραγαπούσαμε γιατί μας έκαμε ούλα τα χατήρια, του ‘λεε: Ατις πάρω λίγο κάτου στο σπίτι. Και μας έπαιρνε η συγχωρεμένη και ε μας επήαινε στο σπίτι αλλά στον καφενέ να παίξομε. Κι ηκαθόταν πάνου στην πεζούλα κι ηνύσταζε κι ημπάτερνε κι εμείς ηπαίζαμε. Και του λέει μιαβ βολάγ:

- Δε μου λες σε παρακαλώ, γιατί εν τις αφήνεις να κατέβουν στον καφενέ, τι φοβάσαι, μην στις κλέψει ο Τσάρος; (ηλικιωμένος του χωριού).
- Α πάνε όταν γίνουν 20 χρονώ.

Κι εμείς να κλαίμε, να μετράμε τις μέρες για μας εφαίνοντο πολλές που α πάμε τόσο χρονώ.

Μεγάλωσαμε λιγάκι το λοιπόν και στο Καρκινάγρι θυμάμαι είχανε ένα χορό στου Υδραυλικού. Ζήτησα από τον πατέρα να μ’ αφήκει να πάω μα μου ‘πε όχι γιατί νωρίς το πρωί θα σηκωνόμουν με τις μικρές μου αδερφές να πάμε στη Λαγκάδα, εκεια που έχει κάτι καρυδιές, πάνου από της Παναγιάς που είναι του Νιουνιούσκου, δε θα το ξεύρεις, έχει κάτι ρεματιές, είχαμε κάτι κήπους εκεί, κι ‘πρεπε να ποτίσουμε το χωράφι, να φουσκώσει, να το σκάψουμε να κάνομε αυλάκια και να φυτέψομε φασόλια. Καρουβάσουλα. Το μεσημέρι συναντώ ένα φίλο μου, τον Μίμη και μου λέγει:

- Άρτεις;
- Μπα, ε μάφηκε.
- Ξαναπέ του το.
- Έλα του το πεις εσύ.

Κι έρκεται λοιπόν και του λέγει ο Μίμης:

- Να τημ μπάρω που έχομε χορό κάτου;

Εκείνος κοιτούσε το πέλαγο και δεν απάντησε αμέσως. Ούτε και μας εκοίταξε.

- Ας έρτει…. αλλά στις οχτώμιση ώρα να ‘ναι ‘δω.

Ο χορός δε θα είχε αρχίσει στις οχτώμιση, μα ούτε και στις δέκα. Τότες ένειχαμε και ρολόγια, απιθαμές μετρούσαμε, με τον ήλιο. Και για να καθυστερήσω λίγο του λέω τάχα μου αθώα:

-Ναι, αλλά εγώ ένεχω ρολόι. Το βλέμμα του μπροστά!
- Έμπειραζει … έχω εγώ!

Και πάω λοιπό το καημένο και απ’ το φόβο μου εκοιτούσα τον κόσμο στα χέρια να δω ποιος είχε ρολόι μην τυχό και περάσει η ώρα. Μα εξεχάστηκα κι άργησα πολύ. Και γυρνώ σπίτι μουλωχτά και πάω στην φρέζα. Η φρέζα ήτο σα δώμα με ντιβάνι, ξύλα ηστήναμε, με κάτι καλάμια, σκεπαστό, πλατανόφυλλα, πλατανόκλαδα, εκειά στην άκρη της αυλής, είχε ωραίο δροσό. Και μόλις πάω να πέσω μες τη φρέζα… με βουτάει. Είχε ξαπλώσει ο μπαμπάς εκεί και με περίμενε. Με αρπάει και με φέρει μες το σπίτι. Και παίρνει τη σάουλα, ξεύρεις το σκοινί που δένουν τα ξύλα, διπλωμένο πολλές δίπλες.

Οι άλλοι εκοιμούντο. Κι όπως μ’ εβάστα απ’ το χέρι, με δούλευγε με τη σάουλα και το σκοινί ηνέβαινε ψηλά κι ‘φερνε τα πράματα απ’ τα ράφια κάτου.

- Τι σου ‘πα εγώ κι εσύ τι έκαμες; Τι σου ‘πα εγώ κι εσύ τι έκαμες;

Κι αφού έφαγα όσες έφαγα, ητελείωσε το πανηγύρι και μάφηκε. Και το πρωί ξυπνάμε και δρόμο για τη Λαγκάδα. Δεν διαμαρτυρόμουν τότε και δεν είχε φουσκώσει ακόμα το σώμα μου. Κι ηκάναμε 60 αυλάκια και το βράδυ εγυρίσαμε. Τσουτ μιλιά! Μετά από λίγο καιρό ηφούσκωσε. Του ‘βαλε τις φωνές η μάνα και του συνέμπε τι έκαμε και ήκλαιε μετά ο πατέρας. Παιδί μου, ήθελε ο λόος του να είναι συμβόλαιο.

 

Το γκαρσόνι ήρθε να πάρει την παραγγελία και διέκοψε την αφήγηση. Ο νεαρός, σοκαρισμένος, είπε πως δεν ήθελε να φάει. Εκείνη, με το υπέροχο χαμόγελο της να δροσίζεται από τα δάκρυα της που μάχονταν κουτσά – στραβά να δικαιώσουν το χτες και να χαρίσουν ειρήνη στις μνήμες της, άπλωσε το χέρι και τον άφησε να ψηλαφίσει την παραμορφωμένη επιδερμίδα κάτω απ’ το λεπτό της ύφασμα, τον κοίταξε και χωρίς να στρέψει το βλέμμα της στον σερβιτόρο, παρήγγειλε:

- Φασόλια, δυο μερίδες … παρακαλώ.

τέλος.

Κωνσταντίνος Βατούγιος - φαγιούμ
konstantinos@ikariamag.gr
Twitter: @fayum

Το κασετοφωνάκι στο ikariamag.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.

ikariastore banner