Μοχάμεντ Χάσεν Ζουζί-Σεμπί: η αραβική Άνοιξη... και η Ικαρία!

Ο Μοχάμεντ Χάσεν Ζουζί-Σεμπί (Mohamed Hassen Zouzi-Chebbi), ποιητής, ερευνητής της έδρας Φιλοσοφίας της UNESCO, διδάσκει Σύγχρονη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Paris VIII - Vincennes-a-Saint-Denis. Γεννήθηκε στην όαση της Τοζέρ, στην Τυνησία, και υπήρξε μαθητής του Μισέλ Φουκώ. Διευθύνει τη σειρά ποίησης των εκδόσεων Nouqouch Arabiyya «Arabesques». Στην Ελλάδα, προσκεκλημένος από το Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών και την Ελληνική Επιστημονική Εταιρεία Σπουδών Μέσης Ανατολής, έδωσε, σε συνεργασία με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Αραβολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ελένη Κονδύλη, μια διάλεξη τον Ιούλιο του 2010 για την αραβική ποίηση και την ουτοπία.

Να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα της "αραβικής άνοιξης"

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ηροδότου*

Να μιλήσουμε γι’ αυτό που συμβαίνει... Τι είναι η «αραβική άνοιξη»;
Όσο μακριά και αν μπορούσε να φτάσει η ευστοχία αυτής της φτωχής μεταφοράς, η οποία πηγάζει από τη σύγκριση των παραγόντων που επηρεάζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες -το ιδιαίτερο αυτό είδος ζωής- με τα φυσικά φαινόμενα, αξίζει να τη σκεφτούμε, κατά τη γνώμη μου, με μια μεθοδική, ριζική δυσπιστία, αν όχι να αξιώσουμε την ολοκληρωτική, διαρρήδην, απόρριψή της.
Μια τέτοια εκλαϊκευτική «ευκολία» με απωθεί για διάφορους λόγους, από τους οποίους θα αναφέρω μόνο τους βασικούς. Αυτή η επιπόλαιη και μυωπική οροθεσία, δημοσιογραφικό μοτίβο σε όλη τη μιντιακή σφαίρα, αποτελεί ένα είδος «πολιτικής μετεωρολογίας», καθώς χρησιμοποιεί μεταφορικά το λεξιλόγιο, των εποχών, των «πιέσεων» και των «αποσυμπιέσεων» της ατμόσφαιρας και όλα τα είδη των καταστροφών.
Υποθέτουμε, επομένως, ότι πριν την «αραβική άνοιξη» υπήρχαν σκοτεινές εποχές, απροσδιόριστα εκτεινόμενες και λυπηρές, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ζώσες δυνάμεις των συλλογικών επιθυμιών μισοκοιμούνταν, αν δεν είχαν πέσει σε λήθαργο.
Αυτός ο τρόπος σκέψης και επεξεργασίας των ερωτημάτων είναι φανερό σύμπτωμα μιας εκτυφλωτικής ανικανότητας να καταλάβουμε τι είναι αυτό που ξαφνικά συμβαίνει, μιας απύθμενης βλακείας να παραγνωριστεί, συνειδητά πολλές φορές, η πολυπλοκότητα και το βάθος των συμβάντων ενός τέτοιου μεγέθους.
Ως Τυνήσιος, συνηθισμένος σε μια ρεαλιστική και μετριοπαθή οπτική, που προϋποθέτει την τιμιότητα και την ειλικρίνεια να μη μιλάμε παρά μόνο για εκείνο που γνωρίζουμε καλύτερα και για εκείνο που έχουμε βιώσει, υποχρεούμαι να περιοριστώ σε ό,τι η Τυνησία έθεσε ως σημείο εκκίνησης μιας πορείας που βρίσκεται ακόμη στην αρχή και εκτυλίσσεται σύμφωνα με ένα σενάριο το οποίο κανένας δεν μπορεί τολμηρά να ισχυριστεί ότι γνωρίζει.
Μετά την επανάσταση -με τον όρο επανάσταση αναφέρομαι σε ό,τι σχηματικά περικλείει- της 14ης Ιανουαρίου 2011, στην τυνησιακή περίπτωση προβάλλονται και αντιπαραβάλλονται δύο έννοιες, πραγματικά κυρίαρχες στην πολιτική ζωή της αραβικής, μουσουλμανικής Τυνησίας: Ο νεανισμός, δηλαδή μια τάση να κατισχύσει η νεότητα και οι αξίες της να γίνουν υποχρεωτικό μοντέλο, και η γεροντοκρατία, δηλαδή το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της κυριαρχίας των γερόντων.
Με την επιφύλαξη ότι εκείνες τις μέρες βρισκόμουν στην Ευρώπη μεταξύ των παρατηρητών-θεατών, όντας όμως συναισθηματικά εμπλεκόμενος ως Τυνήσιος της διασποράς, θα πω τρία πράγματα:
- Η δράση του συνόλου της νεολαίας (από τον Μπουαζίζι έως τους παγκόσμιους χρήστες του facebook, του twitter και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, οργάνωσης και συντονισμού) ήταν καθοριστικής σημασίας και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα.
Η μακρά πορεία κοινωνικής και πολιτικής ωρίμανσης, η ξαφνική, συμβαίνουσα συνειδητοποίηση των «λαϊκών μαζών» ή του «λαού», κατά τους όρους της φλύαρης πολιτικολογίας, σε όλες της περιοχές της χώρας και, κυρίως, στις αδικημένες ή «ξεχασμένες», δεν ήρθε από τον ουρανό, από θεία πρόνοια, από τον Αλλάχ. Και λυπάμαι για τους θρησκευόμενους φίλους μου από όλες τις φατρίες, γενειοφόρες ή αγένειες. Ήταν, αναμφίβολα, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα μιας επίπονης εργασίας συμπυκνωμένης και καταπιεσμένης, μιας μακράς αγωνιστικής διαδικασίας σχεδόν 55 χρόνων ή και περισσότερο, με σημαίνουσες πολιτισμικές απηχήσεις από το παρελθόν, με τις λυπηρές φωνές της μνήμης από τις παλαιότερες γενιές. Ήταν αγώνας πολλών δικτύων και σημασιών που ολοκληρώθηκε μέσα από τους διανοούμενους και τους εμπνευσμένους ποιητές, που αποδείχτηκαν, συχνά, εκπληκτικά προφητικοί.
Το πλέον «παράξενο» στην τυνησιακή «επανάσταση» ήταν ότι από το ξεκίνημά της, ομιχλώδες και αιματηρό, συμμετείχαν όχι μόνο συνεργάτες των παλαιών καθεστώτων, αλλά και, σε μεγάλο βαθμό, γέροι, γέροι με όλη τη σημασία της λέξης.
 
Δυο λέξεις για την κρίση του θεσμού του πανεπιστημίου...
Το κεφάλαιο, μεταμφιεσμένο για την επιβίωσή του σε φιλελεύθερο σύστημα, ολοκληρωτικό και παγκοσμιοποιημένο, αντικαθιστώντας το κράτος-επαρχία, θα ήθελε να μεταμορφώσει τον πανεπιστημιακό χώρο σε εργοστάσιο που παράγει εμπορεύματα, υλικά αγαθά, όπως και ιδεολογικούς, κερδοσκοπικούς μηχανισμούς. Μια παραγωγή, δηλαδή, υπερεξειδικευμένων ρομπότ μέσα στις άλλες σειρές αποστειρωμένων και παστεριωμένων προϊόντων, που έτοιμα για κατανάλωση, χωρίς γεύση και μυρωδιά, απευθύνονται στον παγκόσμιο πελάτη, με τον όρο μόνο να είναι φερέγγυα.
Αλλά αυτοί οι υπολογισμοί σπάνια επιτυγχάνουν τον σκοπό τους. Ο λόγος της αποτυχίας τέτοιου είδους κυνικών σχεδιασμών είναι η ολοκληρωτική άγνοια της πραγματικότητας που συγκροτούσε, συγκροτεί και θα συγκροτεί πάντα η απρόβλεπτη ιδιαιτερότητα, εγγεγραμμένη στις απώτατες ίνες, στη γενεσιουργό πλοκή του ανθρώπινου: η δυνατότητα αντίστασης στην φρίκη που απο-ανθρωποποιεί, που αποκτηνώνει.
 
Δεν μου διαφεύγει ότι είστε βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Θα ήθελα, όμως, να μου δώσετε μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, έτσι όπως τη γνωρίσατε στην Ικαρία.
Πιστεύω ότι η επιρροή που ο ελληνικός κόσμος άσκησε πάνω μου δεν έχει την παραμικρή σχέση με ό,τι αποκαλούμε «ελληνισμό». Για μένα είναι μια αραβική κληρονομιά, σχεδόν γενετική. Από όλους τους Ευρωπαίους, αισθάνομαι πολύ πιο κοντά στους Έλληνες, από τότε που τους πρωτοσυνάντησα στο Παρίσι. Το πιο οικείο σε μένα είναι ο τρόπος που υπάρχουν. Αυτό με ώθησε να πάω και να εξακριβώσω σε αυτή τη μοναδική χώρα τι ήταν εκείνο ακριβώς που μου προκαλούσε αυτήν την έλξη. Η ελληνική φιλοξενία, η ετοιμότητα των ανθρώπων να είναι παρόντες, ευθείς, διαπερατοί, έτοιμοι να θυμώσουν ξαφνικά, αλλά όχι μνησίκακα, έτοιμοι να χαρούν βροντωδώς. Το νόημα της φιλίας είναι η συναισθηματική έξαρση. Οι ρυθμικοί ήχοι της γλώσσας έμειναν χαραγμένοι στη μνήμη μου πολύ καιρό μετά την επιστροφή μου στη Γαλλία. Οι μακρές, πλούσιες συζητήσεις με τους ναυτικούς που γύρισαν πίσω, αφού γύρισαν τον κόσμο. Πολύτιμα όλα αυτά, με έκαναν στιγμιαία να νιώσω λιγότερο ξένος. Το πιο παράξενο είναι ότι αυτό το νησί, τόπος εξορίας των αντιστασιακών, πολιτικών κρατουμένων και αγωνιστών καλλιτεχνών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, έχει στα μάτια μου πραγματικά την αξία ενός αγνοημένου παραδείσου. Είναι ίσως λίγο απλοϊκό να πούμε ότι η σύλληψη της «δικής μου» Ελλάδας σε σμίκρυνση είναι η Ικαρία. Και όμως, ανάμεικτη, άγρια και απολαυστική. Ένα οχύρωμα...
 
* Ο Κωνσταντίνος Ηροδότου είναι υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII - Vincennes-a-Saint-Denis.

ΑΥΓΗ της Κυριακής 04/12/11