Μετά από ένα πολύωρο και, συχνότατα, τρικυμισμένο ταξίδι στο Αιγαίο, με κάποιο από τα σαπιοκάραβα της γραμμής, βλέπαμε επιτέλους το μικρό αγαπημένο μας χωριό και δακρύζαμε απ' αυτή την αίσθηση ευτυχίας που σε διαποτίζει όταν εκπληρώνεται η λαχτάρα της επιστροφής. Άνοιγε τότε η μπουκαπόρτα κι εκεί, μεσοπέλαγα, μάς πετούσαν σε μια βάρκα που τραμπαλιζόταν: γιαγιάδες, παππούδες, μωρά και βαλίτσες, σακούλες, τσάντες και τσουμπλέκια (ο διαχρονικός εξοπλισμός του Καριώτη ταξιδιάρη), ένα σκυλί και ενίοτε ένα καναρίνι, είδη ψαρικής, οικιακά είδη, όλα τα είδη, φύρδην μίγδην. Η βάρκα, υπέρβαρη και «καθισμένη» στο νερό, αρμένιζε για τη Λειβάδα, όπου – με συγκίνηση που ταίριαζε σε τελετουργία – πατούσαμε το χώμα της πατρίδας.
Διανύαμε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και το χωριό ήταν ακόμη μικρό και μαζεμένο: οι περισσότεροι έμεναν στα πατρογονικά τους καθώς δεν είχαν αποκτήσει δικό τους σπίτι. Έτσι, όλους τους περίμεναν γιαγιάδες και παππούδες, κήποι καμωμένοι, σπίτια παλιά με μυρωδιά τζακιού, κυπαρισσόξυλου και πιτταριού ζυμωμένου με αγάπη. Σ’ αυτά τα σπίτια συμβίωσαν τρεις, κάποτε και τέσσερις γενιές ανθρώπων.
Οι ταξιδιώτες ανηφόριζαν το δρομάκι για τα καφενεία, όπου συνεχιζόταν η γιορτή του ανταμώματος με αγκαλιές, φιλιά και καλωσορίσματα. Τα καφενεία ήταν ανέκαθεν τόπος υποδοχής των ταξιδιωτών και τα καφεδάκια – σερβιρισμένα σε γυάλινα ποτηράκια του κρασιού – πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μετά απ' αυτήν την τεράστια αγκαλιά του τόπου που μας περίμενε, τραβούσαμε για τα σπίτια μας.
Ανεβαίναμε τον κεντρικό πετρόχτιστο δρόμο του χωριού, που έβγαζε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου: απέριττη, με τα ασπρισμένα της πεζούλια και τον ωραίο της αυλόγυρο, όπου τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν αμπάριζα και στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Ύστερα, παίρναμε το κακοτράχαλο υποτυπώδες μονοπάτι για το σπίτι του παππού, στο διάβα του οποίου συναντούσε κανείς μόνο μεγάλες πέτρες. Τα ρουθούνια μας σε κάθε ανάσα γέμιζαν μυρσινιά, καλοκοιμηθέ και λυγαριά.
Ο παππούς και η γιαγιά αγκάλιαζαν τα ξενάκια τους μ’ ανείπωτη χαρά. Ήταν οι φορείς της ιερής μνήμης των γενεών που χάθηκαν, σημείο αναφοράς της ιστορικής μας οντότητας και σύμβολα μια παράδοσης που ταυτίζεται με την προσφορά ζωής. Το περιβόλι τους ζωντανό, με τα δροσερά του καρποφόρα δέντρα, τα ζαρζαβατικά, το δυόσμο και τους βασιλικούς, που ευωδίαζαν μέσα σε ασβεστωμένους τενεκέδες.
Πολλά βράδια στην αυλή, μέσα στη γλυκύτατη ησυχία της νύχτας (δεν υπήρχαν τότε στερεοφωνικά, τηλεοράσεις, τηλέφωνα κι αυτοκίνητα), καθισμένοι κάτω απ’ την κληματαριά, ζωντανεύαμε τα πρόσωπα του παρελθόντος μέσα από τις ιστορίες του παππού και της γιαγιάς: γεννήσεις, θάνατοι, στερήσεις, κι ο έρωτας πάντα εκεί, αγνός και λυρικός, να σμίγει τις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι υφαίνονταν οι νύχτες μας καθώς ψαύαμε το στίγμα μας, τις βαθύτερες ρίζες του είναι μας, τα σημάδια και τα μοιασίδια μας. Η λάμπα πετρελαίου σιγόκαιε στο περβάζι των μεγάλων και ανοικτών στο πέλαγος παραθύρων και τα φωταγωγημένα πλοία περνούσαν στ’ ανοιχτά, απόκοσμα μες την ωκεάνια σκοτεινή απεραντοσύνη. Με το μεγάλο φακό της βάρκας κάναμε τότε σινιάλο, μην τύχει και περάσει ναυτικός έτσι λησμονημένος.
Άλλοτε πάλι τις νύχτες καφενεδίζαμε. Πέτρα την πέτρα κατηφορίζαμε στην πιάτσα – φορώντας πάντοτε κλειστά παπούτσια απ’ τον φόβο μη μας φάει κανένας σκόρφης. Στο Αστάχυ σβήναμε το φακό, για να ατενίσουμε εκστατικά τη θάλασσα που δέσποζε ασύνορη και χρυσαφένια κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Ακόμη και σήμερα, αν κάποτε θέλω να παρηγορηθώ, φέρνω στο μυαλό μου εκείνο το μαγικό τοπίο, το πασπαλισμένο με χρυσόσκονη, σα θαύμα.
Στο καφενείο καριώτικες κουβέντες, νέα, κανένα τάβλι, κι ύστερα κανένα χταποδάκι, καλαμπούρια, τσουγκρίσματα κι ένα βιολί που ζέσταινε τα μέλη των επίδοξων χορευτών μ’ έναν ήχο τόσο οικείο, σα μητρική γλώσσα. Έτσι απλά και φυσικά, σα μελτεμάκι, στηνόταν ο χορός στην αυλή με τις αγγελικές που την κύκλωνε η θάλασσα.
Ο ξύλινος μπλε πάγκος – αυτός ο ίδιος μέχρι σήμερα, που ποτέ δεν άλλαξε θέση – συνήθως φιλοξενούσε τους γηραιότερους υπό το κιτρινωπό φως της λάμπας που κρεμόταν, στον τοίχο του καφενείου. Εμείς οι «μικροί» παίζαμε ποδοσφαιράκια ( η γιαγιά δεν ενέκρινε μια τέτοια ενασχόληση, αλλά ο παππούς μού έδινε στα κρυφά διφραγκάκια για να παίξω) ή τριγυρίζαμε εδώ και 'κει με γρατζουνιές στα γόνατα και καμμένους τους ώμους απ' τον ήλιο, ψάχνοντας για θαλάμια, κάνοντας του καπεταναίους μέσα στις βάρκες που ήταν τραβηγμένες έξω, κουβεντιάζοντας για αερικά και καλομοίρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνουμε την πραγματικότητα από τη λαϊκή φαντασία.
Όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, αφού ελέγχαμε τους τοίχους για τυχόν σέρφες, πέφταμε στα λιγοστά κρεβάτια όλα μαζί τα πιτσιρίκια (αδέλφια και ξαδέρφια). Ακόμη και ο ύπνος μας ήταν συντροφικός, γι’ αυτό συνηθίσαμε να μυρίζουμε στο δέρμα μας την παρουσία του άλλου και να ενώνουμε τους παιδικούς μας ψιθύρους κάτω απ’ τα μαξιλάρια, μαζί με χάχανα πειρακτικά.
Το πρωί γάλα κατσικίσιο και μια φέτα ψωμί με βούτυρο και αναμματόμελο – στα σκαλοπάτια, ξυπόλυτοι και ευτυχείς. Ύστερα, σεργιανίζαμε αμέριμνα όλη μέρα στα σταχοχώραφα με τα ψάθινα καπέλα μας, ρουφώντας ως τα βάθη της ψυχής μας τον πελαγίσιο αέρα. Πιάναμε τζιτζίκια, ακρίδες και κωλοσταυρίδες, παρατηρώντας με επιστημονικό ενδιαφέρον το πώς οι ουρές των κολοβών σαυρών εξακολουθούσαν να κουνιούνται. Το μεσημέρι, μέσα στον καυτό ήλιο και το εκκωφαντικό τζιτζίκισμα, βουτούσαμε στα κρυστάλλινα νερά και κολυμπούσαμε μέχρι να γίνουμε μπλε. Οι μανάδες φώναζαν συνήθως απ’ την ακτή πως ήρθε η ώρα για φαγητό, αλλά εμείς είχαμε όρεξη μόνο για παιχνίδι.
Μακρινά ολόθερμα καλοκαίρια που ωρίμασαν καρπούς και ανθρώπους χωρίς βιάση. Ο κόσμος ήταν ακόμη στη θέση του. Επέστρεφες και έβρισκες την ίδια τάξη που άφησες φεύγοντας. Τώρα σε περιμένει ένα πλήθος από κακόγουστες καινοτομίες χάρην της εξέλιξης κι εσύ αναζητάς με τις αισθήσεις τα αναγνωριστικά σημάδια, σωπαίνοντας. Όμως, έχει και η μνήμη τη δική της φωνή και συχνά ψιχαλίζει τα μάτια, που δεν αντέχουν να θωρούν την ασχήμια…
Βένια Νιουνιούσκου