Οι αυλές ασπρίσανε, οι περίπατοι κλαδεύτηκαν για το σταφύλι και τα ξύλινα κουφώματα δέχτηκαν και πάλι καινούριο στόκο και μπογιά. Οι τρυπούλες στα ταμπάνια έκλεισαν για το φόβο των τρωκτικών και τα κηπάκια ξεχορταριάστηκαν για να καρπίσουν εύκολα κάθε λογής λαχανικά. Τα απροσπέλαστα δρομάκια για την παραλία επιχωματώθηκαν όπως όπως και τελευταία πάλι ώρα. Τα φώτα του χωριού αρχίζουν να ανάβουν και στα πιο μακρινά σπίτια, σπίτια που έδινες όρκο κάθε Χειμώνα πως δεν υπάρχουν, κι όμως, κάθε που έρχεται Ιούλης τα συναντάς μπροστά σου.
Ανεβαίνοντας για το χωριό, τα φώτα του είναι όλο και πιο πολλά. Και αυτοκίνητα· πολλά αυτοκίνητα. Δύσκολο το παρκάρισμα στην πλατεία. Τα καφενεία φίσκα και οι αυλόγυροι της εκκλησιάς ηχούν μεταμεσονύχτιες παιδικές φωνές. Σουβλάκια και ούζα στις δυο το βράδυ. Γέλια. Προτηγανισμένη πατάτα για την πείνα και κολοκύθι σε όλες τις μορφές του, από πίτα μέχρι βραστό. Μεθυσμένες Αμερικάνες με τα παρεό από το μεσημέρι που μαλώνουν για το ποτό. Γιαγιάδες με Π και άσωτοι ιοί που επιστρέφουν μετά από δεκαετίες για διακοπές. Νοικάρηδες του χωριού στην ίδια παρέα. ‘Λαδωμένες’ εξατμίσεις και βαβούρα μηχανής, τσακωμοί, γάμπρισμα.
Και πλησιάζει το πανηγύρι, εκεί να δεις μπαλαντέζα και καινούρια φώτα! Πιλάλες για το μάντρισμα, σφαξίματα και προετοιμασίες. Καταπονημένα γόνατα και φτέρνες μαύρες. Και ο Καριώτικος! Άλλες φορές απλός και εσωστρεφής, άλλες γελαστός και τσαχπίνης και άλλες πάλι πολεμοχαρής, τραχύς και σκύλος. Για μένα προτιμώ εκείνο τον Καριώτικο το σιωπηλό. Μόνο μιλούν οι σκέψεις, σου δίνουν την ενέργεια στο πόδι και κάθε ανάσα μια γουλιά βαρύ κόκκινο κρασί. Προτιμώ το διαφραγματικό ψιθύρισμα και τα ‘απέναντι’ σίγουρα βλέμματα για το επόμενο δευτερόλεπτο της κραυγής.
Και μετά καθάρισμα. Οι μπαλαντέζα στο ντουλάπι και τα φώτα λιγότερα. Η φωνή πάντα κλειστή και κάθε φορά με διαφορετική αιτία. Την πρώτη οργίζεσαι την καινούργια μάρκα του τσιγάρου που ξόμεινες βραδιάτικο, την άλλη το κρύο της Πούντας, άλλη φορά το βραδινό μπάνιο στο Τραπάλου. Μα όλοι ξέρουμε τί ήταν εκείνο που μας ωφέλησε ώστε να κλείσει η φωνή.
Τα φώτα του χωριού αρχίζουνε να σβήνουν και τα σπίτια κι οι ψυχές μας να αδειάζουν. Μείναμε πέντε – έξι ώσπου να φύγουμε και εμείς και να αφήσουμε τους ακρίτες μας να ξεκινήσουν ένα δύσκολο για την Ικαρία παιχνίδι επιβίωσης. Ένα παιχνίδι που δεν περιλαμβάνει πανάκριβα κότερα αραγμένα έξω από τον Άγιο, το Καραβόσταμο, το Καρκινάγρι, τον Εύδηλο. Ένα Χειμώνα που οι άνεμοί του δε μπορούν με τίποτα να συγκριθούν με τα Αυγουστιάτικα μελτέμια. Μια θάλασσα που τα δύσβατα ναυτικά της μίλια απαγορεύουν για ημέρες -αν όχι εβδομάδες- την ανθρώπινη επικοινωνία με τη στεριά.
Για τους περισσότερους από εμάς, την Ικαριά την έχουμε ζήσει κάπως έτσι. Δυο –τρεις μήνες το πολύ και ελάχιστοι τολμηροί σπαστά για τις ελιές το Χειμώνα και τις γιορτές. Τα φώτα του σπιτιού μας, τυχαίνει, όποτε ποσώνουμε στο χωριό να είναι ανοιχτά. Και κάποιοι πάλι, κάποιοι που αγάπησαν αυτόν τον τόπο για άλλους με τους δικούς μας λόγους, παραμένουν στη γλυκιά τους Θερμοπύλη. Άσημοι παππούδες και γερασμένοι θείοι, ξεχασμένοι παιδικοί φίλοι, ο καφετζής. Εκείνοι είναι που θα ανάψουνε του χρόνου τα φώτα του χωριού. Εκείνοι που τα σβήνουν. Εκείνοι πάλι που όταν θα καεί η λάμπα θα την αλλάξουν.
Ίσως οι ίδιοι να ξέρουν και να σου πουν για τη φωτιά, που εξιστορεί ο γέρος του Μενέλαου Λουντέμη, τη φωτιά που εμείς δε ζήσαμε στα ηλιοφώτιστα Καλοκαίρια, εκείνη που τη φυσούν όλοι οι αέρηδες και που ποτέ δε σβήνει…
Καλό Χειμώνα!
Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κουντούπη.