μεσημέρι

Λιοπύρι.

Τα ρούχα κολλούν πάνω σου, με δυσκολία ανασαίνουν. Ιδρώτας τρέχει στο λαιμό, στέκεται λίγο στην στερνική εγκοπή (σκέφτεσαι: αυτό το σημείο θα έπρεπε να βαφτίσουν lacus lacrimalis*, όχι  την άκρη του ματιού), διστάζει ελάχιστα και κυλάει ανάμεσα στο στήθος σου.

Ο αέρας θολώνει στην ατμόσφαιρα, παραμορφώνει, θαμπώνει. Όλα συμβαίνουν σ’ αργή κίνηση. Βγάζεις το φόρεμα και το πετάς στο πάτωμα κι αυτό στέκεται εκεί σα νωχελική μέδουσα, τρισδιάστατο. ωφφφ. Αναστενάζεις, ασυνείδητα.

Γδύνεσαι και ξαπλώνεις πάνω σε άσπρα, εκθαμβωτικά σεντόνια, περιμένοντας τη φρεσκάδα τους, έστω και τόσο λίγο. Ανασαίνεις αργά, τεμπέλικα, βαθιά. Φταίνε τα δροσερά υφάσματα. Μένεις ακίνητη και κλείνεις τα μάτια. Το φώς της μέρας λάμπει εξοντωτικά στα βλέφαρα σου και τα κάνει όλα κόκκινα.

Οι κουρτίνες κρέμονται ακίνητες, σα γλυπτά. Σου φαίνεται πως αντί να κρατούν τον ήλιο έξω, τον φυλακίζουν μέσα. Στο δωμάτιο, στο κρεβάτι, ακριβώς κάτω από το δέρμα σου.

Χαϊδεύεις την κλείδα, την κοιλιά, τους μηρούς. Είναι το σώμα σου χάρτης, γεωγραφικός, ιστορικός, και τον διαβάζεις, τυφλά, με τα δάχτυλα, απαλά, αργά. Σαν βιβλίο που γνώρισες παλιά, που ξέρεις την πλοκή, τους πρωταγωνιστές, την κατάληξη. Ξεχνάς τις λεπτομέρειες, όμως· τα μικρά εκείνα στοιχεία που αν τα κοιτάξεις δεύτερη φορά, λένε άλλη ιστορία. Κι άλλη ιστορία.

Αυτό το σημάδι στο γόνατο. Μπλέχτηκαν τα πόδια σου στα δίχτυα όταν έτρεχες να βουτήξεις. Πόσο αίμα έτρεξε, έβαψε τη θάλασσα. Αλλά μετά τον φόβο ήταν ο πόνος ανακούφιση μαζί. Κι αυτή η ουλή στο πηγούνι σου, αδιόρατη πιά, μόνο με τα δάχτυλα τη βλέπεις. Την έφτιαξες μωρό σχεδόν ακόμα, προσπαθώντας να μιμηθείς τον πατέρα σου στο ξύρισμα. Δεν το θυμάσαι, στο ‘παν. Μα σαν την αγγίζεις σου φαίνεται πως νοιώθεις το ξυράφι να σκίζει γλυκά το δέρμα σου. Και οι ελιές κάτω απ’ το στήθος σου, υψώνονται λίγο, ελάχιστα. Δεν ήταν πάντα εκεί. Τις ενώνεις νοερά με το δάχτυλο, ζωγραφίζοντας αόρατες γραμμές, σχηματίζοντας, φύλλα, πουλιά, καράβια που ταξιδεύουν στην ήπειρο της κοιλιάς σου.

Τα σεντόνια πύρωσαν κι αυτά. Γυρνάς το μαξιλάρι απ’ την ανάποδη, χώνεις το πρόσωπο μέσα του και μυρίζεις ύπνο, εκείνον και σαπούνι. Απλώνεσαι, εκτείνεις το σώμα σου σαν αστερίας, κανένα μέλος να μην ακουμπά στο σώμα σου, ίσες αποστάσεις, μεγάλες. Η ουρά της γάτας χαϊδεύει, δήθεν αδιάφορα, τ’ ακροδάχτυλα των ποδιών σου που εξέχουν από το  στρώμα, μα θέλει στ’ αλήθεια να σου πεί, κοίτα με.

Το μεσημέρι πέφτει όλο και πιο βαρύ πάνω σου. Αποκοιμιέσαι.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

*λίμνη των δακρύων

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.