Στην αυλή μου έχω ένα κρεβάτι.
Μικρό, σιδερένιο, με ελατήρια που στενάζουν ελαφρά κάθε φορά που αλλάζεις θέση. Το στρώμα του ξεχειλίζει από τα όρια της κάσας του και αν ξεγελαστείς και γύρεις στις άκρες κινδυνεύεις να μπλάσεις κάτω. Τα σεντόνια του είναι λεπτά, σχεδόν διάφανα από τα χιλιάδες πλυσίματα και τον ήλιο που τα στεγνώνει.
Πώς θα σου φαινόταν αν άκουγες Αυγουστιάτικα από τους επισκέπτες συνέχεια αυτή την ερώτηση: «Μα πότε επιτέλους θα ηρεμήσει η θάλασσα;» Πώς θα αισθανόσουν αν έπρεπε να απολογηθείς για τον καιρό, κάθε φορά, σε κάθε έναν ξεχωριστά. Για τον καιρό, που πραγματικά δε μπορεί κανείς να κάνει τίποτα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ποιος ξέρει, μπορεί κάποτε να ανακαλυφθούν κάποιοι τρόποι ελέγχου(!).
Εντάξει, η αλήθεια είναι πως συνήθως τους πρωτάρηδες τους προειδοποιούμε - εγώ τουλάχιστον! Απλώς η υπερβολική αγάπη μας για το νησί και τις καταστάσεις που εμείς βιώνουμε -όπως τις βιώνουμε λαμβάνοντας υπόψη αυτή την αγάπη- μάλλον περιγράφουν έναν τόπο μαγικό (που φυσικά είναι!) και κάπου εκεί χάνεται η μεταδοτικότητα για τις όποιες περιστάσεις «ασυμβατότητας» μπορεί να βιώσει ένας νεόφερτος!