Την τελευταία μέρα που ήμουν στην Ικαρία, την ώρα που έφτιαχνα το πρωινό μου τσάι του βουνού σε ένα μικρό μπρίκι στο γκαζάκι στην κουζίνα της Θέας και ενώ εκείνη ζέσταινε κατσικίσιο γάλα, με πλησίασε και μου είπε “Σάρα, θέλω να σου ζητήσω κάτι. Όταν πας πίσω στην Αυστραλία που θα έχεις δουλειές και θα είσαι πολυάσχολη, υποσχέσου πως θα θυμάσαι ένα μάθημα από την Ικαρία.
Προσωπικά αισθάνομαι ξένος, άπατρις απανταχού επί γης. Δεν έχω ακόμα καταλήξει μέσα μου αν αυτό το περίεργο αίσθημα ξενότητας οφείλεται στα γονίδιά μου ή στο γεγονός ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, περικυκλωμένος από το τσιμέντο, χωρίς να έχω την τύχη κάποιας ιδιαίτερης «χωμάτινης» πατρίδας, ενός χωριού έστω καταγωγής των δικών μου.
Λίλιρο. Μπήκε το καλοκαίρι. Οι πασχαλιές ανασαίνουν με δυσκολία, ο πάσπαρος πυρώνει στη ντάλα του μεσημεριού. Ησυχία. Κάνα μπουμπουμπουμπου μόνο, από μια βάρκα που βγαίνει στ’ ανοιχτά και κόβει σαν πίτα τη θάλασσα σε δυο κομμάτια. Το ‘να για τον έξω άγνωστο και τ’ άλλο για τον μέσα κόσμο, τον Πρώτο. Η απόνερη μνήμη της ρότας, όριο αλλά και σήμα για να εμφανιστούν εκείνα …