Λίλιρο. Μπήκε το καλοκαίρι. Οι πασχαλιές ανασαίνουν με δυσκολία, ο πάσπαρος πυρώνει στη ντάλα του μεσημεριού. Ησυχία. Κάνα μπουμπουμπουμπου μόνο, από μια βάρκα που βγαίνει στ’ ανοιχτά και κόβει σαν πίτα τη θάλασσα σε δυο κομμάτια. Το ‘να για τον έξω άγνωστο και τ’ άλλο για τον μέσα κόσμο, τον Πρώτο. Η απόνερη μνήμη της ρότας, όριο αλλά και σήμα για να εμφανιστούν εκείνα …
Και νάσου, στον βράχο στη μέση της θάλασσας, ένα μικρό αγόρι κάθεται, φορά ένα μπλε μαγιό και κρατά τα φαγωμένα πόδια του. Σηκώνεται και βουτά απότομα με το κάτω μέρος του σώματος του να παίρνει μια ελαφρά κλίση δίνοντας στην όλη κίνηση μια φινέτσα… φυσική.
Πιο κει, ένα κορίτσι βγαίνει από το νερό και σκαρφαλώνει στην κάθετη βραχώδη ακτή. Από τα μαλλιά της σκορπίζονται κρυστάλλινες μπουκιές να ξαναβρει το δρόμο του γυρισμού. Τα 4 άκρα της κινούνται χιαστί με απόλυτη σιγουριά. Η σκιά της στον απέναντι βράχο, αφήνει παράξενες εντυπώσεις…
Δίπλα, από την κορυφή του πιο ψηλού βράχου της ακτής, καμιά εικοσαριά παιδιά βουτάνε συνεχόμενα στο βυθό, με τεντωμένα χέρια και πόδια, καρφί. Κλείνουν τα ματιά λες και εισέρχονται μ’ έναν αόρατο θάλαμο καθόδου στον υδάτινο κόσμο τους. Μόλις βγάλουν το κεφάλι στην επιφάνεια, ανεβαίνουν για να ξαναπάρουν θέση. Ακολουθούν όλα την ίδια γραμμή πτώσης, πριν μπει στο νερό το ένα, το άλλο έχει κιόλας πηδήξει. Δε χτυπάει όμως κανένα. Η ροή συνεχής και ταχεία, σε ξεγελά πως δεν πέφτουν αλλά ανεβαίνουν…
Ξαφνικά σιωπή. Χάθηκαν όλα. Η επιφάνεια της θάλασσας μουδιάζει. Το απόγευμα, θα επιστρέψουν. Δεν το ξεβγάζουν το αλάτι. «Κάνει καλό στο δέρμα, το ψήνει».
Γεννήθηκαν στον αλμυρό πλακούντα, βαφτίστηκαν με μακροβούτι, βύζαξαν το νερό απ’ το ίδιο τους το δέρμα. Δεν έχουν λέπια, μόνο το αλάτι όταν στεγνώνει στον πήχη των χεριών τους, μαρτυρά την αμφίβια φύση τους. Κολυμπούν στο ανοιχτό πέλαγος – πάντα μέσα στο όριο που άφησε η βάρκα – χωρίς ρότες, χωρίς καν προορισμό, ελεύθερα, βουτηγμένα στην αγάπη. Εδώ δίνουν κάθε χρόνο ραντεβού, γι’ αυτό και έχουν μάθει από νωρίς, πως όταν πιάνεις τον άλλον, ακουμπάς σάρκα και θάλασσα• σάρκα και θάλασσα.
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
Τη σιωπή σπάει ένας οξύς θόρυβος σα λυγμός. Όχι δεν τον ακούνε όλοι, σαν υπέρηχος διαπερνά τις αυλές, μπαίνει στις καμάρες, πλησιάζει τα κρεβάτια και ψιθυρίζει στα αυτιά που πρέπει, έναν συναγερμό: Ένα παιδί πέρασε το όριο της βάρκας. Σημάδι πως έφτασε η ώρα... Σε δευτερόλεπτα, μια τεράστια σκιά, ορατή ακόμα και απ’ τον Αθέρα, κάνει την εμφάνιση της μέσα από τις υποθαλάσσιες σπηλιές της ακτής και κατευθύνεται στο πέλαγος, κάτω απ’ το νερό. Μοιάζει με υπερφύσικο κήτος που η κοιλιά του σέρνεται στον βυθό. Όσο ξανοίγει όμως, η σκιά απλώνει και πιάνει όλη την επιφάνεια. Μα να… ένα χεράκι υψώνεται απ’ το νερό και κολυμπά ακλουθώντας με τα ακροδάχτυλα την πορεία του Ήλιου, να και ένα ποδαράκι στο κέντρο, και δίπλα ένα μικρό κεφάλι που ξεπροβάλλει ίσα να πάρει ανάσα και μέσα ξανά. Ω ναι, είναι τα παιδιά του νερού. Η θάλασσα γεμίζει με χιλιάδες παιδικά κορμιά που κινούνται παφλάζοντας στον ρυθμό της καρδιάς. Ντούπου, ντούπου, ντούπου. Τότε, τα «καθρεφτάκια» των γονιών από τις αυλές πέφτουν λαμπυρίζοντας πάνω στην πελώρια μάζα στο κέντρο της θάλασσας. Εκπληκτικό! Ένα τεράστιο διαμάντι που καταλήγει στον βυθό.
Εκεί κάτω, αποχαιρετίζονται, φιλιούνται, δίνουν όρκο επιστροφής, ακριβώς την στιγμή που ξεπερνούν το όριο που άφησε η βάρκα και κατευθύνονται όλα μαζί στον ορίζοντα. Ώσπου χάνονται στην άλλη μεριά, στον κόσμο του Χειμώνα…
Κωνσταντίνος Βατούγιος
@fayum
konstantinos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.
υγ. Στα υπέροχα «πετούμενα» των ελεύθερων πτήσεων… καλή σεζόν και την απέραντη, αληθινή μου αγάπη.