Δεν υπάρχουν πολλά λόγια για να περιγράψουν το συναίσθημα που νιώθεις όταν είσαι μακριά από το μέρος που αγαπάς και που θεωρείς σπίτι σου. Το δικό μου "σπίτι" είναι η Ικαρία κι ας μη μεγάλωσα εκεί κι ας ήταν ο χρόνος μου μαζί της πάντα περιορισμένος και προκαθορισμένος από ένα εισιτήριο με αναγραφόμενη την ημέρα επιστροφής.
Ο Αύγουστος έφτασε στο τέλος του. Ο αέρας γίνεται όλο και πιο δυνατός, φυσώντας φύλλα, σκόνη, χαρτοπετσέτες κι άδεια πλαστικά ποτήρια πάνω από την πλατεία. Οι άνθρωποι που εργάζονται στα καφενεία είναι πια κουρασμένοι, οι χαιρετισμοί και οι καλημέρες τους δεν είναι τόσο ζωηρά όσο εβδομάδες πριν. Επιβραδύνεται η ζωή στις παραλίες και στους δρόμους.
Ήξερα πως πρέπει να φύγω. Ήταν επιτακτικό. Είχα, όπως πάντα, ανειλημμενες υποχρεώσεις και άλλα τέτοια πιεστικά πράγματα. Ήταν όμως Κυριακή του Θωμά, ο κόσμος προβλεπόταν πολύς και το ταξίδι ταλαίπωρο. Έλπιζα πως δεν θα έβρισκα εισητήριο, αλλά βρήκα. Και πήγα στο λιμάνι με την τσαντουλα μου, της μιας αλλαξιάς, για άλλο ένα ταξίδι αστραπή.
Πάσχω από αναβλητικότητα. Οξείας μορφής. Και, ως λογικό παρελκόμενο, ασχολούμαι με τις υποχρεώσεις μου την ύστατη στιγμή, λίγο ακριβώς πριν το deadline που λένε και στο χωριό μου. Στην φοιτητική μου ζωή έχω βιώσει αρκετές τέτοιες περιστάσεις, και καθεμιά ορκίζομαι πως θα είναι η τελευταία, πως την επομένη φορά θα ξεκινήσω από νωρίς και θα παρκάρω νωρίς. Η μονή φορά όμως που αυτό δεν είναι τόσο προβληματικό, είναι κάθε χρόνο τέτοια εποχή.
Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος των καλοκαιρινών μου διακοπών για νιοστή φορά στη Νήσο Ικαρία, για ευνόητους λόγους πατριωτισμού, οικογενειακούς, οικονομικούς, λόγω φιλικών δεσμών και φυσικά για λόγους τιμής! Να βάλω λοιπόν τα μπούλετς μου, που λένε και στην Ικαρία, κι αν δεν το λένε, σίγουρα θα μπορούσαν.