Ήξερα πως πρέπει να φύγω. Ήταν επιτακτικό. Είχα, όπως πάντα, ανειλημμενες υποχρεώσεις και άλλα τέτοια πιεστικά πράγματα. Ήταν όμως Κυριακή του Θωμά, ο κόσμος προβλεπόταν πολύς και το ταξίδι ταλαίπωρο. Έλπιζα πως δεν θα έβρισκα εισιτήριο αλλά βρήκα. Και πήγα στο λιμάνι με την τσαντουλα μου, της μιας αλλαξιάς, για άλλο ένα ταξίδι αστραπή.
Οι τελευταίοι των διακοπών ήταν πολλοί, και στο καινουργιο-παλιό λιμενοβραχίονα του Ευδήλου άρχιζε σιγά σιγά ο συνωστισμός. "Ταξιδεύει το αμάξι;", "Κάντε λίγο πιο κει παρακαλώ!", "Προχωρήστε, κυρία μου, να περάσει το φορτηγό!" Κι εγώ πήγα σαν την γιαγιά, μπροστά -μπροστά στο χοντρό σκουριασμένο κίτρινο κάγκελο, πηδώντας πάνω από μπαγκάζια κάθε λογής, με την ελπίδα να βρω, με το φτηνό εισητήριο μου, μια καλή καβατζα. Και εκεί, περιμένοντας, αφού ειχα πάει, σαν το αγχωμένο παπούδι, μια ώρα νωρίτερα, και αφού είχε και επιπλέον καθυστέρηση λόγω αυξημένης επιβίβασης (κάτι που θα έπρεπε να έχω προνοήσει αν σκεφτόμουν λογικά) , και καθώς μου έψηνε το σβέρκο ο επιθετικός ανοιξιάτικος ήλιος, παρατηρούσα στο στηθαίο ψηλά, τους ανθρώπους.
Το ενδιαφέρον μου τράβηξαν τέσσερα-πέντε ζευγαράκια μικρής σχετικά ηλικίας (όχι όμως πολύ μικρής). Κάποιος από τους δυό έπρεπε να φύγει. Για τους δικούς του λόγους, που μάλλον ήταν και αυτοί επιτακτικοί, γιατί πραγματικά φαινόταν πολύ απρόθυμοι να αποχωριστούν. Ήταν αχόρταγες οι αγκαλιές τους, και τα φιλιά τους μακρόσυρτα. Τα βλέμματα τους ήταν σχεδόν αμετάκλητα απο τα πρόσωπά τους και τα χέρια τους χαϊδευαν τα σώματα σαν να ήθελαν η αίσθηση αυτή να μείνει και για μετά• για μετά που θα χώριζαν. Με γύρισε αυτή η εικόνα χρόνια πίσω, και χωρίς να το καταλάβω πήρα τον ένα ρόλο, αυτού που έφευγε. Και όσο παρατηρούσα, τόσο το ζούσα. Και χωρίς να ακούω, συμμετείχα κανονικά στους διαλόγους. "Να μπορούσα να μείνω λίγο ακόμη", "Δεν θέλω να πάω", "Αγκάλιασε με σφιχτά μέχρι να φύγει το πλοίο και να το χάσω".
Αναστέναξα, κάπως δυνατά είναι η αλήθεια, και η διπλανή παχουλή κυρία με τις δέκα βαλίτσες και τη βεντάλια μου είπε: "Τι ζεστή είναι κι αυτή βρε παιδί μου, Απρίλη μήνα ε;". Δεν της απάντησα. Την προσπέρασα και στην επιβίβαση, όπως και πολλούς άλλους και πέρασα μάταια πρώτη, αφού δεν κατάφερα να βρω κάτι προνομιούχο.
Και εκεί, στο κατάστρωμα με τους πολλούς και τις δυνατές φωνές τους, δεν σκεφτόμουν τις δικές μου σκοτούρες. Σκεφτόμουν τους συνεπιβάτες μου που άφησαν τα ταίρια τους "Κάτω" και βίωναν αυτόν τον συναισθηματικό ακρωτηριασμό. Γιατί εγώ σε δύο μέρες θα γυρνούσα, και εκτός του ότι δεν ανησυχούσα για το ταίρι μου, αυτό έκανε και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις μου να μοιάζουν μικρότερης δυσκολίας.
Θεοδοσία Καρίμαλη
theodosia1983@yahoo.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Θεοδοσίας Καρίμαλη.