Το δρομολόγιο έλεγε ότι πιάνει Καρκινάγρι. Το προτιμούσαμε σαφώς, μιας και το χωριό μας το Τραπάλου, συνορεύει. Το ταξίδι ατελείωτο και ιδιαίτερα τρανταχτό. Έμοιαζε με Κυριακή σε λούνα παρκ εγκλωβισμένος όμως στο ταψί. Οι δραμαμίνες έπαιρναν και έδιναν. Οι χάρτινες σακούλες εμετού ήταν τοποθετημένες στα πιο απόκρυφα και ανυποψίαστα τσεπάκια των ταλαιπωρημένων ταξιδιωτών κι έκαναν την εμφάνισή τους συχνότερα και από γαρύφαλλα σε μπουζουξίδικο. Τα μποφόρ γενικά στο Αιγαίο δεν αστειεύονται. Όταν θέλουν να φυσήξουν, φυσάνε λες και θα ξεψυχήσουν. ‘Η θα σε ξεψυχήσουν. Και δε σε λυπούνται. Έκανες τότε, κάπου δεκαπέντε ώρες να φτάσεις. Και εκεί που έλεγες, λίγο πριν τον Κάβο Πάπα ότι το μαρτύριο τελείωσε, εκεί ήταν που σου έδινε την χαριστική βολή.
Σε εκείνο το ταξίδι λοιπόν, το δρομολόγιο έλεγε ότι θα πιάσει Καρκινάγρι, και το θρυλικό Σάμαινα το είχε πάρει πολύ στα σοβαρά. Θρυλικό για την τόλμη του όχι το μέγεθος του, μη φανταστείς! Η αλήθεια είναι ότι κι άλλες χρονιές το υποσχόταν και το έφερνε εις πέρας, οπότε δεν είχαμε με λόγο να το αμφισβητήσουμε.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως τα πραγματα ήταν διαφορετικά. Τα στοιχήματα στο πλοίο έπεφταν βροχή για το αν θα καταφέρει ή όχι να αγκυροβολήσει στο πολυπόθητο λιμάνι ή αν τελικά θα καταλήξουμε ηττημένοι στον μακριν ο Άγιο Κύρηκο. Αν συνεβαινε το δεύτερο, άντε τρέχα εσύ μετά, συντροφιά με την ''καραβίλα'' που σε είχε ποτίσει τόσες ώρες, να βρεις τρόπο να φτάσεις στο Τραπάλου. Σημειωτέον, η άφιξη στο νησί πάντα, με εκνευριστική συνέπεια, μόνο άγρια χαράματα.Έπρεπε να κάνεις όλο το γύρο του νησιού για να φτάσεις στο χωριό μου. Ο μισός δρόμος χωματόδρομος. Από κάτω γκρεμός. Χωματόδρομος για σκληρά αυτοκίνητα. Ντάτσουν. Λεωφορεία δεν υπήρχαν, αυτοκίνητα γενικότερα. Ο θείος ο Σούλης θα κοιμόταν εκείνη την ώρα. Ταξιτζή πού να βρεις; Κινητά δεν υπήρχαν, τηλέφωνα γενικότερα. Η μόνη λύση, ήταν να παρεις τον ''Καρναβά''. Ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, που του αξίζει ειδικό αφιέρωμα. Θα σου εξηγήσω μια μέρα.
Ε λοιπόν, εκείνο το καλοκαίρι το Σάμαινα δεν κατάφερε ποτέ να αγγίξει τον μώλο του Καρκιναγρίου, αλλά κατάφερε εν μέρει, να τηρήσει την υπόσχεσή του : ''Άφιξη στο Λιμάνι του Καρκιναγρίου κατά προσέγγιση''.
Έχουν ξυπνήσει όλες οι βάρκες του χωριού και τρέχουν να παραλάβουν τους επιβάτες που τρίβουν τα μάτια τους. Άλλοι απ' τη νύστα, κι άλλοι απ' την έκπληξη. Η μία και μοναδική διαθέσιμη ανεμόσκαλα πέφτει. Η ουρά δημιουργείται. Οι βάρκες περιμένουν κι ο αέρας φυσικά δεν λέει να σταματήσει. Λες και έπρεπε η ανεμόσκαλα να δικαιολογήσει την ύπαρξη του πρώτου συνθετικού της. Κρατάω με το ένα χέρι τη γιαγιά. Με το άλλο την αδερφή μου. Δεν θα κατεβαίναμε μαζί την ανεμόσκαλα. Μόνο το θέαμα παρακολουθούσαμε παρέα, όσο διανύαμε τις τελευταίες ώρες της σύντομης ζωής μας. Νομίζω δεν πιστεύαμε στο εγχείρημα. Τα νεαρά κορίτσια δηλαδή. Όσο για το μεγαλύτερο κορίτσι της παρέας, τη γιαγιά, μάλλον δεν είχε την παραμικρή διάθεση να το ρισκάρουμε. Είχε ξεθυμάνει και η όγδοη δεκαετία της ζωής της, και σαφώς θα προτιμούσε να μην προσθέσει κι άλλες εμπειρίες στο ήδη πλούσιο βιογραφικό της.
Η επιχείρηση απομάκρυνσης από το πλοίο άγγιξε την τελειότητα, σχεδόν με ακρίβεια χειρουργικής επέμβασης. Περίεργο πράγμα για Ικαρία. Συνήθως τη τελειότητα στο νησί την αγγίζει μονάχα η τσαμπουνοφυλάκα στον ικαριώτικο. Όχι ότι δεν μπορούν, δεν τους ενδιαφέρει. Αργά, σταθερά και υπομονετικά, ένας ένας έβρισκε τη στριμωγμένη του θέση σε μία βάρκα, ανάμεσα σε οικίες φυσιογνωμίες, αφού είχε παίξει με τα χορευτικά τσαλίμια της ριμαδοσκάλας και την τύχη του γενικότερα. Άπαξ και έφτανες στη βάρκα, η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το μώλο ήταν παιχνιδάκι. Σχεδόν ανιαρό. Η αδρεναλίνη είχε πιάσει κόκκινο. Ο καπετάνιος φλέρταρε μεταξύ οριστικής απομάκρυνσης από το ναυτικό και καρδιακού συμβάντος. Οι βαρκάρηδες σταυροκοπιόντουσαν, αλλά τουλάχιστον θα είχαν να λένε ιστορίες. Η γιαγιά μου είχε χάσει το χρώμα της και τη μιλιά της.
Όχι και τίποτ' άλλο, κάτι θα έπρεπε να πει και στη μάνα μας για τα αδικοπνιγμένα της παιδιά.
Η δική μου αγωνία κορυφώθηκε τη στιγμή που έπρεπε να κατεβάσουν τα μπαγκάζια. Και μιλάμε για πολλά μπαγκάζια! Τρεις μήνες στο νησί, ισοδυναμούσαν με περίπου τρεις βαλίτσες. Τρεις μήνες στο Τραπάλου, χωρίς ρεύμα, αυτοκίνητο και ίχνος πολιτισμού (όπου πολιτισμός βλέπε έστω ένα ταπεινό μπακάλικο), ισοδυναμούσαν με περίπου είκοσι κούτες. ΚΟΥΤΕΣ να δουν τα μάτια σου. Μακαρόνια, κωλόχαρτα, pummaro, μπύρες για τους μεγάλους, βατραχοπέδιλα, οξυζενέ για τα χτυπήματα, οδοντογλυφίδες (πάλι για τους μεγάλους), μπαταρίες, γάλατα νουνού, χαρούμενες διακοπές (δυστυχώς για τα παιδιά) , αντηλιακά ΟΧΙ, φακές καλοκαιριάτικα, ΕΝΑ σαμπουάν και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου . Οι λεγόμενες προμήθειες.
Υπήρχε όμως και μία κούτα ιδιαιτέρως ξεχωριστή. Πολλά υποσχόμενη. Η κούτα που μπορούσε να πείσει ένα παιδάκι, στην προκειμένη περίπτωση δύο (εμένα και την αδερφή μου τη Ρωξάνα), να παραθερίσουν με τη γιαγιά τους μακριά από τους γονείς τους, για τρεις ολόκληρους μήνες σε ένα μέρος που δεν έχει ρεύμα,άρα ούτε τηλεόραση (μόνο έναστρο ουρανό). Και μέρα παρά μέρα να τρώνε ψάρια και που και που φασολάκια με τρίχες. Πορτοκαλάδα με κομματάκια κάθε απόγευμα. Ήταν η κούτα με τον αριθμό έντεκα. Στο σύνολο δεκαοχτώ εκείνο το καλοκαίρι. Η κούτα με τον αριθμό έντεκα είχε καραμέλες. Πολλές.Τσίχλες, σοκολατένια μπισκοτάκια, τα μαλακά μπισκότα με τη γέμιση ζελέ πορτοκάλι που άρεσαν σε μένα, ζελεδάκια σε σχήμα coca cola που άρεσαν στην αδερφή μου, φοφίκο, γλειφιτζούρια και πάει λέγοντας. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου γι' αυτή την κούτα με τον αριθμό έντεκα. Μη τυχόν και καταλήξει άδοξα στον πάτο της θάλασσας, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της σε στέρεο έδαφος.
Άλλωστε ήταν κάτι που δεν υπήρχε λόγος να ρισκάρουμε. Προτιμούσα να χάναμε το στοίχημα και να πιάναμε Άγιο, παρά να ζούσα τη προαναφερθείσα τραγωδία. Αν συνέβαινε αυτό, οι διακοπές μας θα πήγαιναν στράφι. Οι τρεις μήνες ανεμελιάς, θα μετατρέπονταν σε τρεις τόνους αβάσταχτης βαρεμάρας. Ο Σεπτέμβρης φάνταζε πολύ μακρινός. Και η επανασύνδεση με τον πολιτισμό, άρα τα δρακουλίνια, άπιαστο όνειρο.
Τα μάτια έχουν κολλήσει στον περιβόητο θησαυρό. Το βλέμμα ακολουθεί την επικίνδυνη διαδρομή του πακέτου. Έχω μεταμορφωθεί σε αρπαχτικό που δεν χάνει από το οπτικό του πεδίο τη λαχταριστή του λεία . Οι προμήθειες μεταπηδούν από βάρκα σε βάρκα, αλλάζουν χέρια και αιωρούνται για δευτερόλεπτα πάνω από τα κατάμαυρα απειλητικά νερά, η καρδιά μου σα μετρονόμος εκτελεί ρυθμό allegro molto, κρύος ιδρώτας έχει περιλούσει ακόμα και τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου, η ακοή μου αρχίζει σιγά σιγά να χάνεται, οι χειρότερες διακοπές της ζωής μου, σωτηρία δεν υπάρχει, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, να χαθώ στα άδυτα της γης παρέα με τις λιχουδιές που με τόσο ζήλο είχα διαλέξει, να χαθούμε μαζί στον πάτο της θάλασσας, να με φάνε τα ψάρια, να προφτάσω μόνο να φάω εγώ τα μπισκοτάκια με το ζελέ πορτοκάλι κι ας με φάνε αυτά μετά. Δέηση στον βράχο του έλικα κάνω και δίνω ιερή υπόσχεση να μην ξαναχάσω τα σιδεράκια μου και να κοιμάμαι τα μεσημέρια, αρκεί Παναγίτσα μου να σωθούν οι παιδικές προμήθειες, να σωθούν οι διακοπές μου.
Σα σαρταμίδα που δε φοβάται από παντοφλιές, δε σκαμπάζει από κινδύνους, βρίσκει τον τρόπο και σαλτεύει η κούτα με τον αριθμό έντεκα πάνω στο μώλο καμαρωτή και αγέρωχη και μου χαμογελάει... Μπορώ να πάρω πίσω αυτό με τον μεσημεριανό ύπνο;
Αν με ρώταγες τι θα άλλαζα από τις παιδικές μου διακοπές, θα σου έλεγα τίποτα. Είχα θάλασσα, μάσκα, πανηγύρια και τη μακαρονάδα της γιαγιάς με τη φρέσκια τομάτα και το βασιλικό. Είχαμε τιμωρία τα μεσημέρια αν κάν αμε φασαρία αλλά είχαμε και βουτιές από τον Έλικα. Δεν είχαμε τηλεόραση, κι ας είχε πρωτοξεκινήσει η Τόλμη και Γοητεία, είχαμε όμως ιστορίες τρόμου στο νεκροταφείο του χωριού. Είχαμε βόλτα στο Καρκινάγρι, δύο ώρες ποδαρόδρομο πήγαιν’ έλα, για να φάμε σουβλάκια. Είχαμε και το ''φάντασμα του Βασίλη'' που καιροφυλαχτούσε στου ''Καλού'' και υπήρχε σασπένς. Είχαμε τον θείο το Σούλη που έτρωγε μόνο τα ψάρια και για καλή μας τύχη, μας πάσαρε τους αστακούς. Είχαμε αγώνα ποιος θα φτάσει πρώτος κολυμπώντας στην Κόκκινη, όπου πάντα έβγαινα τελευταία, αφού μέχρι το τέρμα μεσολαβούσαν ύπουλες πατητές.Είχαμε και τη μάζωξη στη ταράτσα του θείου Πέτρου για να κάνουμε καμιά ευχή την ώρα που πέφτει ένα αστέρι. Και δεν θα το πιστέψεις, αλλά ξεμέναμε από ευχές. Γιατί τόσα πολλά αστέρια να πέφτουν έχω να δω από τότε.
Μυρτώ Θεοδώρου
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.